Δωμάτιο
Φαντάσου έναν άνθρωπο μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο. Δε βλέπει τίποτα γύρω του. Μιλά, όσο αυτό είναι δυνατό, και ακούει μόνο έναν αντίλαλο, που ίσως να είναι και η δική του φωνή εν τέλει. Χαμένος μέσα στο σκοτάδι, πέφτει διαρκώς πάνω σε τοίχους και εμπόδια. Σχεδόν ενστικτωδώς προσπαθεί να ξεχωρίσει τί υπάρχει τριγύρω του, μα δεν μπορεί.
Σαν από τύχη, θεϊκή παρέμβαση, μοίρα ή πεπρωμένο – όπως θέλεις πες το – αυτός ο άνθρωπος κρύβει ένα πολύτιμο εργαλείο μέσα του. Μια, αδιόρατη ακόμα, σπίθα, που σιγοκαίει μέσα του. Μόλις καταλάβει τη δύναμη που του δίνει αυτή η φλόγα, και μπορέσει να τη στρέψει προς τα έξω, καταφέρνει να ρίξει την πρώτη του δειλή ματιά στο δωμάτιο γύρω του. Έτσι, αρχίζει να ξεχωρίζει σκιές, να δίνει σχήμα στο χώρο, και να συμπληρώνει την ολότητα των μορφών, που το ένστικτο μόνο δεν μπορούσε, με τις λειψές του αισθήσεις.
Κι ακόμα με τον καιρό η σπίθα μέσα του δυναμώνει κι αποκτά μια καλύτερη, πιο στιβαρή εικόνα του κόσμου γύρω του, του δωματίου όπου είναι κλεισμένος. Έτσι αρχίζει να γνωρίζει το μικρό δωμάτιο, όλο, απ’ άκρη σ’ άκρη. Μπορεί πλέον να κινηθεί σε κάθε του γωνιά με μεγαλύτερη σιγουριά, μα και πιο προσεκτικά, καθώς μαθαίνει να χειρίζεται το μέσα του φως και να το αναντρανίζει, έτσι που το αμυδρό φως γίνεται όλο και πιο δυνατό μέσα στα μάτια του και οι αισθήσεις σιγουρεύουν. Κατευθύνει το άγγιγμά του, το πέρασμά του μέσα στο χώρο, και οργανώνετε στο μικρό του δωμάτιο καταπώς τον βολεύει. Τώρα, έχοντας γίνει κύριος της φλόγας και των αισθήσεων, μπορεί να κυριεύσει και το χώρο του. Συνηθίζει το δωμάτιό του, και φτάνει ακόμα να το αγαπήσει, βλέποντας να καθρεφτίζεται τριγύρω του η δική του παρουσία στο χώρο.
Μα ο αγώνας του δεν τελειώνει εδώ.
Η φλόγα που κουβαλάει μέσα του, και που του χάρισε το φως και τη γνωριμία με το μικρό δωμάτιο, αρχίζει να τον υπερβαίνει, αυτόν τον ανθρώπινο άνθρωπο. Αρχίζει με τον καιρό να τον καίει και να τον τυφλώνει. Αντανακλά παντού όλο και πιο έντονα στους τοίχους και τα πράγματα, τόσο που τώρα τα μάτια δυσκολεύονται λίγο λίγο να κοιτάξουν και να δουν. Νιώθει όλο και πιο ανήσυχος πως το φως που κουβαλά αρχίζει να τον πληγώνει από μέσα. Ο τόπος πια δεν τον χωράει. Το δωμάτιο αυτό του έμαθε ήδη πολλά, μα πλέον μεταμορφώνεται σε φυλακή.
Ψηλαφιστά, προσεχτικά, όλος αγωνία, ψάχνει, σκαλίζει να βρει τρόπο να ξεφύγει. Για πού, δεν ξέρει, και ίσως ίσως να μην τον νοιάζει κιόλας τί είναι αυτό το παραπέρα. Για αλλού, παραδίπλα, όχι εδώ. Ο ναυαγός δεν είναι ιδιαίτερα επιλεκτικός ως προς τη σανίδα σωτηρίας του. Προς κάτι άλλο, νέο, διαφορετικό – μακάρι πιο φιλόξενο. Έτσι κι αυτός ο άνθρωπος, γίνεται ένα πολύ στενάχωρο θέαμα, τουλάχιστον από την τόσο ανθρώπινη πλευρά του. Δεν βλέπει πως το φως που βρήκε μέσα του, και το αγάπησε και το θέριεψε, έρχεται τώρα να τον θερίσει. Κι αυτό που θέλει ν’ αλλάξει είναι ο τόπος και όχι ο τρόπος. Από την πλευρά της ανάγκης όμως, είναι αναπόφευκτο να τυραννιέται, όσο αναπόφευκτο είναι και πως το φως που καίει, κάποτε θα σβήσει. Μην μπορώντας να κάνει αλλιώς, ψάχνει να βγει από το δικό του φως, να βρει μια σκιά να ξαποστάσει τα μάτια και το σώμα του που τον πονούνε τόσο.
Από την απόγνωση φτάνει να σκαλίσει με τα ίδια του τα νύχια τους τοίχους της φυλακής του. Αν δεν υπάρχει πέρασμα, θα το φτιάξει μόνος του. Φωνάζει, ουρλιάζει και παρακαλά, και τώρα ο αντίλαλος που του απαντά είναι οπωσδήποτε η φωνή του, που του επιστρέφει την απελπισία του μέσα από την αλύγιστη μοναξιά της φυλακής του. Μα μέσα στον αντίλαλο διακρίνει κάποτε και κάτι που δεν μοιάζει με τη δική του τη φωνή, να τον καλεί. Άλλοτε το ονομάζει Θεό, άλλοτε μοίρα και πεπρωμένο. Παράξενα ονόματα, βγαλμένα από ένα μυαλό παρα-ξενεμένο με τον κόσμο γύρω του. Λουσμένο μέσα στο ίδιο του το φως που τώρα το πληγώνει, γιατί φοβήθηκε τόσο το σκοτάδι που προσπάθησε να το κυριέψει και να το υποτάξει και αυτό, σπάζοντας την ακροβασία. Τώρα, φωνάζοντας, ακούγοντας και ψηλαφώντας τριγυρνά στο δωμάτιο να εντοπίσει την άλλη φωνή. Ξάφνου εντοπίζει μια ρωγμή. Μα πώς δεν την είχε βρει τόσο καιρό; Είναι σίγουρα ρωγμή, ή τον γελούν τα χέρια του; Τα μάτια δεν μπορούν να τον βοηθήσουν – φλέγονται πια. Ο χρόνος τελειώνει, δεν υπάρχει καιρός για βέβαιες διαπιστώσεις. Μα είναι αρκετά σίγουρο… Υπάρχει εδώ μια ρωγμή, κι αφού υπάρχει ρωγμή υπάρχει και πέρασμα – οπωσδήποτε!
Με όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει αρχίζει να σκάβει με νύχια και με δόντια τον τοίχο. Σκάβει ασταμάτητα, ματώνοντας, εξαντλώντας κάθε σταγόνα δύναμης που του απομένει. Μα αντέχει – είναι πολύ πεισματάρης αυτός ο άνθρωπος. Παλεύει ενάντια στην ίδια του τη φλόγα, που όλο και δυναμώνει, γίνεται πιο εκτυφλωτική. Το φως που καίει. Να, τώρα θα τον κερδίσει.
Πάνω στην ύστατη στιγμή, στην κόψη επάνω, τα καταφέρνει! Η ρωγμή γίνεται πέρασμα κι ο τοίχος υποχωρεί κι ανοίγει. Την ίδια αυτή στιγμή της λύτρωσης, έσβησε και το φως. Όλα επέστρεψαν στο πρώτο τους σκοτάδι.
Εξαντλημένος από δυνάμεις κι από φως, πέφτει στα γόνατα και προσπαθεί να ξεχωρίσει. Μα τα μάτια, τα μελίγγια και η καρδιά του καίνε απ’ την προσπάθεια. Δεν διακρίνει τίποτα… Πού οδηγεί το πέρασμα; Δεν ξέρει – δεν πρόλαβε να διακρίνει. Κλείνει τα μάτια του και κλαίει. Τα πάντα χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι. Το φως που του έδωσε το δωμάτιο, μετά την φυλακή και το πέρασμα, τον επέστρεψε τώρα πάλι στο σκοτάδι. Και από το μέσα του φως, που μέχρι πριν λίγο τον κατέκαιγε, έμεινε τώρα μονάχα μία σπίθα… μικρή, αδύναμη, μα και περήφανη. Βρήκε πέρασμα. Κείτεται και περιμένει. Τρέμει και ανησυχεί. Κουλουριασμένος μέσα στο σκοτάδι προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή τη σπίθα μέσα του. Το σώμα του πονά, αδύναμο και καταπονημένο. Μπορεί μονάχα να πιστεύει πως δεν χάθηκαν όλα, και πως η μικρή του σπίθα θα αντέξει. Θα γίνει όμως πράγματι έτσι; Ποιος να το πει;!
Εσύ. Εσύ θα πρέπει να το φανταστείς, κι έτσι θα γίνει.
Φαντάσου έναν άνθρωπο μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο.