Αδιέξοδο [Διήγημα]
Ζω σ’ αυτήν την πόλη δυο χρόνια τώρα. Ήρθα εδώ να καλύψω μια θέση• «οργανική» τη χαρακτήρισε η Υπηρεσία. Μα εμένα το ίδιο μου κάνει. Έχω κάνει κάποιες γνωριμίες και δυο-τρείς φιλίες, απ’ ανάγκη. Η αλήθεια είναι πως είχα επενδύσει πολλά σ’ αυτήν την αλλαγή περιβάλλοντος, αλλά έπεσα πανηγυρικά έξω. Έμεινα ο ίδιος. Ρουτινιασμένος κι απαθής, ολοένα περιμένοντας κάτι που δε θα ‘ρθει ποτέ. Ποτέ; Μπορεί να υπερέβαλλα. Γιατί δεν πάει πολύς καιρός τώρα που ήρθε στο γραφείο για μία διεκπεραίωση μια γυναίκα διαφορετική. Μ’ ένα χαμόγελο που σ’ άφηνε στίγμα έτσι φωτεινό που ήταν. Μη ρωτάτε πώς, κι εγώ δεν ξέρω – από κάποιο βίτσιο της ζωής ενδεχομένως, με τούτα και μ’ εκείνα, αυτά και κάποια άλλα, γραφειοκρατικής φύσεως παραβλέψεις, η γυναίκα εκείνη χρειάστηκε να ξαναέρθει στο γραφείο μου για να διορθώσουμε τις ατυχείς εκείνες παραβλέψεις. Κι όσο να γίνουν όλα σωστά, κολακευμένη κι από τη δική μου αυταπάρνηση να γίνει αυτή τη φορά τύπως και υπογραμμώς η διεκπεραίωση, με είδε με καλό μάτι. Τόσο καλό που εν τέλει μου έδωσε την διεύθυνσή της και μία ημερομηνία, για να μπορεί να ρίξει άλλη μία ματιά, ώστε να καταλήξει σε πιο βέβαια συμπεράσματα.
–
Περπατώ βιαστικά. Έχω αργήσει. Προσπερνώ τους διαβάτες δίχως να δίνω την παραμικρή σημασία. Τίποτα δεν μου αποσπά την προσοχή. Πρέπει να προλάβω.
Στέκομαι για μια στιγμή και το πλήθος με στραβοκοιτά – χαλώ τη ροή του. Αλλοίμονό μου!
Κόβω γρήγορα πέρα στην άκρη του δρόμου. Η είσοδος μιας πολυκατοικίας, ένα νησάκι για μένα να σταθώ και να συμμαζέψω τη μνήμη μου. Να θυμηθώ τη διαδρομή, να τη βρω εγκαίρως. Πωπω! Κι έχω αργήσει τόσο.
Η πόρτα της πολυκατοικίας ανοίγει κι εμφανίζεται ένα γεροντάκι. Κουβαλά μια μαγκούρα κι ένα βλέμμα ανέλπιδης πραότητας.
«Ψάχνεται κάτι;»
«Ναι. Ψάχνω την Ελπήνορος.»
«Α, ναι. Στο επόμενο στενό θα κάνετε δεξιά. Θα προχωρήσετε λίγο και θα τη δείτε στο αριστερό σας χέρι λίγο παρακάτω.»
«Δεξιά – αριστερό χέρι…» – Με σπασμωδικές κινήσεις των χεριών προσπαθώ ν’ αποστηθίσω την πορεία.
«Ποιόν αριθμό θέλετε;»
«Το 4.»
«Α, ναι. Στο αδιέξοδο, στο βάθος μέσα.»
«Αδιέξοδο είναι;»
«Και να ‘ταν το μόνο!… Μα μην ταράζεστε, νομίζω είναι θέμα οπτικής.» απάντησε, και βούτηξε στο δρόμο βαστώντας τη μαγκούρα του λες κι ήταν το σωσίβιο που θα τον έσωζε από τη ροή του πλήθους.
Δεν πρέπει να χάσω άλλο καιρό. Συνέχισα πάλι βιαστικά ακολουθώντας την πορεία που μου είπε το γεροντάκι. Δεξιά, κι έπειτα στο αριστερό χέρι. Έφτασα στο αδιέξοδο.
Προχώρησα διστακτικά προς το βάθος, με δυο πόδια βαριά, λες και τραβούσαν δυο ζόρια. Από τη μία, μια κρυφή, παράλογη ακόμα και για εμένα, προκατάληψη. Γιατί να μπαίνω τώρα σε αδιέξοδο; Από την άλλη, αγωνία. Κι αν δεν μ’ έβρισκε του γούστου της τελικά; Χωρίς το γραφείο μου μπροστά, με τα χαρτιά και τις σφραγίδες, έχανα μπόλικη αυτοπεποίθηση. Προχώρησα μηχανικά.
Έφτασα στον αριθμό 4, στο βάθος. Βρήκα το κουδούνι και το πάτησα. Πριν προλάβω να πάρω μια τζούρα ανασφάλειας άκουσα τη φωνή της.
«Εσύ είσαι;»
«Ναι, έφτασα.»
«Κατεβαίνω τώρα.»
Δυο στιγμές αγωνίας αργότερα άνοιξε η πόρτα της πολυκατοικίας κι εμφανίστηκε εκείνη. Φορούσε εκείνο το γλυκό χαμόγελό της που έκανε τη φαντασία μου να ζηλεύει – πώς δεν είχε φανταστεί μια τέτοια γλυκάδα;
«Με βρήκες τελικά.»
«Ναι, με λίγη βοήθεια.»
«Πώς είσαι;»
«Καλά. Δεν περίμενα πως θα μένεις σε αδιέξοδο.»
Εκείνη γέλασε, μου έριξε ένα διαπεραστικό, καλοπροαίρετο βλέμμα, και προχωρήσαμε.
–
Έχει περάσει μια βδομάδα τώρα από εκείνο το απόγευμα. Νέα δεν έχω. Έχω μόνο καρφωμένο στη μνήμη μου το βλέμμα της, εκείνο που μου χάρισε πριν κλείσει την πόρτα της. Το ‘χω επεξεργαστεί τόσες πολλές φορές, που πια μοιάζει με τσαλακωμένη φωτογραφία. Έχει χάσει την αρχική της διαύγεια κι αναγκάζομαι ολοένα να χρησιμοποιώ και τη φαντασία μου για να συμπληρώνω της θαμπάδες. Αποτέλεσμα; Είμαι τέλεια απελπισμένος. Δεν ξεχωρίζω αν αυτό που θυμάμαι είναι έτσι όπως συνέβη ή έτσι όπως θέλω να το θυμάμαι. Υπήρχε συγκατάβαση ή υπόσχεση σ’ εκείνο το βλέμμα; Ένας τρόπος υπάρχει για να μάθω. Να ξαναντικρύσω εκείνο το βλέμμα και να το ζυγίσω.
Αποφάσισα πως την αυριανή θα της χτυπούσα πάλι το κουδούνι, και… Κι από εκεί και πέρα βλέπουμε. Καθαρός αυτοσχεδιασμός. Καθαρή τρέλα. Όπως και να ‘χε, δεν άντεχ’ άλλο μέσα στη μνήμη μου – μου γεννούσε μιαν ανόητη φιλαυτία. Πρέπει να δω καθαρά και να κρίνω.
Την επόμενη μέρα, την ώρα που έχει για τα καλά μαλακώσει ο μεσημεριανός ήλιος, ξεκίνησα για το αδιέξοδο, στο βάθος, Ελπήνορος 4.
Λίγο πριν φτάσω εκεί που στρίβεις δεξιά κι έπειτα στο αριστερό σου χέρι βρίσκεις το αδιέξοδο του Ελπήνορος, διέκρινα το γεροντάκι να στέκεται στο κεφαλόσκαλο της εισόδου της πολυκατοικίας, με τη μαγκούρα σφιγμένη στο χέρι. Πλησίασα.
«Γειά σας!»
«Γειά χαρά. Μπορώ να σας βοηθήσω;»
«Με βοηθήσατε ήδη. Αλλά δεν πρόλαβα να σας ευχαριστήσω.»
«Δεν το θυμάμαι.»
«Πριν καμιά βδομάδα. Συναντηθήκαμε ακριβώς εδώ και με βοηθήσατε να βρω την Ελπήνορος 4.»
«Α, ναι… βέβαια. Λυπάμαι, δε σας αναγνώρισα. Τα καταφέρατε να τη βρείτε;»
«Ναι, ναι. Τη βρήκα.» – Ένιωσα μια περίεργη οικειότητα, μα δε μιλούσα, ούτε κι έφευγα. Στεκόμουν μπροστά του μετέωρος.
«Και λοιπόν;» ρώτησε καλοσυνάτα.
«Είναι πράγματι αδιέξοδο, όπως το είπατε.»
«Εγώ το ξέρω. Εσείς μοιάζετε να μη θέτε να το πιστέψετε» είπε και μου χαμογέλασε.
Τον κοιτούσα σα χαμένος.
«Και τώρα εκεί πάτε;»
«Ναι. Για εκεί ξεκίνησα αλλά όσο πλησιάζω δε ξέρω αν θα φτάσω.»
«Έτσι είναι ο έρωτας.»
Ξαφνιάστηκα. Στο βλέμμα του γέρου δεν είχε αλλάξει τίποτα – υπήρχε διαρκώς διάχυτη εκείνη η μακάρια καλοσύνη. Έμοιαζε ν’ αναπολεί τα νιάτα, μα δίχως την παραμικρή υποψία ζήλειας. Νοσταλγία ίσως, μα όχι ζήλεια. Ένιωθα σ’ αυτόν την μακαριότητα εκείνου που είχε φτάσει ως εκεί που εγώ τώρα πήγαινα, και χαιρόταν τα δικά μου, άτσαλα βήματα. Ντράπηκα.
«Και πώς ξέρετε πως δεν πάω εκεί για δουλειά;»
«Αν πηγαίνατε εκεί για δουλειά θα χάνατε χρόνο να συζητάτε μ’ αγνώστους περί έρωτα;»
«…Φαντάζομαι πως όχι. Μα άλλωστε, δε συζητάμε. Εσείς κάνατε μια παρατήρηση.»
«Αν λοιπόν πάτε εκεί για δουλειά, καλό θα ήταν να μη χασομεράτε. Αν πάλι πάτε εκεί από έρωτα θα σας πρότεινα πάλι να μη χασομεράτε, μα να πάρετε πρώτα κι ένα λουλούδι. Δεύτερη φορά χωρίς λουλούδι θα είναι κρίμα, δε βρίσκετε;»
«Ναι, σωστά… Ασφαλώς.»
Πελάγωσα.
Ο γέρος με συμπόνευσε, μ’ άρπαξε από το μπράτσο και σέρνοντας τη μαγκούρα του με τράβηξε προς ένα παρακείμενο ανθοπωλείο.
Εκεί βρήκα ένα βασιλικό που πολύ μου άρεσε μα ο γέρος ήταν ανένδοτος.
«Η γλάστρα είναι ευθύνη, το λουλούδι δώρο. Μη τη φορτώσετε μ’ ευθύνες τώρα• θα τρομάξει και θα σας μισήσει.»
Έτσι μου ‘πε κι έληξε η συζήτηση. Φαίνεται πως ήξερε κατιτίς παραπάνω στα ζητήματα της καρδιάς.
Πήρα ένα θαυμάσιο τριαντάφυλλο, στο χρώμα της δύσης, και τράβηξα να φύγω. Ο γέρος δε μ’ ακολούθησε – φαινόταν κουρασμένος από τη μικρή μας περιπέτεια. Με αποχαιρέτισε στην πόρτα του ανθοπωλείου.
«Άντε, βουρ!» μου είπε στηριζόμενος ξανά στη μαγκούρα του. «Δεν έχω πια τις αντοχές της νιότης. Το δρόμο τώρα τον ξέρετε. Κι άλλωστε εκεί που πάτε πρέπει να πάτε μόνος. Μα, μιας και ήρθαμε ως εδώ, λέω να πάρω κι ένα βασιλικό για την κυρά μου.» Και μου χάρισε ένα θαυμάσια παιδικό χαμόγελο.
Λαχανιασμένος χτύπησα το κουδούνι, Ελπήνορος 4.
«Παρακαλώ;»
«…Εγώ είμαι.»
«Α… Άργησες.»
«Τί;»
«Τίποτα. Κατεβαίνω.»
Και τώρα; Το λουλούδι είναι μια καλή αφορμή, μ’ άλλη αιτία με είχε φέρει στην πόρτα της. Τί ακριβώς ζητούσα δεν ήξερα, μα ένιωθα βέβαιος για αυτά που είχα να δώσω.
Ένας κύριος πέρασε πίσω μου και τον ένιωσα να κοντοστέκεται και να με κοιτά.
«Τί κάνεις εδώ;»
Γύρισα. Ήταν ο τμηματάρχης μου – διόλου χαρούμενος που μ’ έβλεπε. Δυο μέρες είχα να εμφανιστώ στο γραφείο. Ήμουν άρρωστος, ή ένιωθα άρρωστος. Το ίδιο μου έκανε. Μα τώρα τί να του έλεγα;
«Γειά σας. Τρέχω. Ήμουν άρρωστος και δεν πρόλαβα…»
«Καλά, καλά. Δεν είσαι πια δικό μου πρόβλημα. Πήρες μετάθεση, έχεις αργήσει. Έλα αύριο οπωσδήποτε να υπογράψεις κι έπειτα φεύγεις. Σε περιμένουν ήδη.»
«Μετάθεση; Γιατί; Ποιος το ζήτησε;»
«Οι ανάγκες της Υπηρεσίας.»
«Για πού;»
«Όπου σ’ έχει ανάγκη η Υπηρεσία.»
«Καλά, δε γίνεται να είστε πιο κυριολεκτικός.»
«Δε θυμάμαι άνθρωπέ μου! Πάντως είναι μακριά, κι αυτό αρκεί. Έλα αύριο στο γραφείο και θα τα μάθεις όλα.»
Έμεινε για λίγο να με κοιτάει. Ζύγιζε πόσο ακόμ’ αλάτι να προσθέσει στην πληγή που μου άνοιξε. Με λυπήθηκε.
«Αύριο. Καλό βράδυ», κι έφυγε.
Και τώρα; Το λουλούδι μου μού φάνηκε αλλιώτικο. Είχε χάσει τη χαρά του κι έμοιαζε λυπητερή φλογίτσα σε καντήλι. Αυτό ήταν πια μια αβάσταχτη κηδεία. Τώρα που ερχόταν αυτό που περίμενα εγώ έπρεπε να φύγω πάλι. Βίτσια της ζωής.
Άνοιξε πίσω μου η πόρτα κι εμφανίστηκε εκείνη και το χαμόγελό της. Το λουλούδι μου δεν έπιανε τίποτα μπροστά του. Της το πρόσφερα αδέξια και με κοίταξε ήρεμα.
«Είναι πολύ όμορφο. Ευχαριστώ.»
«Ξέρεις, φεύγω» είπα στενάχωρα.
«Τί, κιόλας;»
«Όχι, όχι τώρα! Εννοώ…» δεν ήθελα να λυγίσω τώρα, ήθελα να ζήσω ακόμα λίγο τη φαντασία μου. «Τίποτα. Πάμε μια βόλτα; Έχει μια γλυκιά βραδιά.»
–
Ξύπνησα και ήμουν ακόμη σ’ όνειρο. Είχε από ώρα ξημερώσει. Δίπλα μου εκείνη ξαπλωμένη στα σεντόνια. Είχε τα μάτια κλειστά, μα δεν κοιμόταν πια – καταλάβαινα το ρυθμό της ανάσας της. Δε μίλησα. Εκείνη η σιωπή άξιζε να μείνει λίγο ακόμα ατάραχη. Μέσα της αντηχούσαν ακόμα τα λόγια και οι ανάσες της νύχτας. Χόρεψαν λίγο κι έπειτα έπεσαν από το ανοιγμένο παράθυρο. Ο ρυθμός της ανάσας της μαλάκωσε – είχε φαίνεται αποκοιμηθεί πάλι. Στον ύπνο του δικαίου.
Μα εμένα μ’ έπνιγε το παράπονο για την αδικία. Σκεφτόμουν εκείνη την υπογραφή που χρωστούσα. Την υπογραφή της φυγής μου. Αυτή η μονοκοντυλιά είχε γίνει φίδι που σερνόταν ανάμεσά μας, κάτω από τα σεντόνια. Πετάχτηκα πάνω και ντύθηκα βιαστικά. Τρόμαξε και ανακάθισε.
«Τί έγινε; Πού πας;»
«Πρέπει να φύγω.»
«Πού να πας;»
«Πρέπει να φύγω. Πήρα μετάθεση. Φεύγω σ’ άλλη πόλη.»
«Και δε θα ξανάρθεις;»
«Θα είμαι μακριά…»
«Δε θα ξανάρθεις.»
«Δεν είναι στο χέρι μου.»
Κρατήθηκε. «Όπως νομίζεις», είπε κι αγκάλιασε τα γόνατά της. «Γιατί δε μου το ‘πες πιο νωρίς;»
Δεν απάντησα.
«Μπορούσες να μου το είχες πει. Έπρεπε.»
Σιωπούσα πιο πολύ. Με ενόχλησε εκείνο το πρέπει.
«Εκεί, στην πόρτα», συνέχισε, «έπρεπε να μην είχες διστάσει.»
«Θα το μετάνιωνα πικρά.»
«Και δε θα μετανιώσεις που φεύγεις;»
«Πικρά. Μα είχα ανάγκη μια στάλα χάδι, κοίταγμα, κι αυτό σου το χαμόγελο. Έστω κι έτσι, να τα ζήσω με το ψέμα και την απάτη… Συγχώρα με που δίστασα. Αλλοίμονο, οι μικροί άνθρωποι με τα μεγάλα όνειρα.»
Με κοίταζε τώρα με συγκατάβαση, και μια ψυχρή κατανόηση.
Έσκυψα και της φίλησα τα χέρια, τα μαλλιά και τα μάγουλα – εκεί, στα λακκάκια του χαμογέλιου της.
«Στο καλό», είπε, «δε θα σε περιμένω.»
«Καλύτερα έτσι.»
Σηκώθηκα. Δίπλα στην πόρτα ένα έπιπλο, απάνω τα κλειδιά, η τσάντα της, και το τριαντάφυλλο. Σκεβρωμένο κι απαθές. Σώθηκε τούτο καντήλι, σκέφτηκα, και βγήκα.
–
Στέκομαι στο παράθυρο του μικρού μου διαμερίσματος. Κοιτώ έξω το χειμώνα, και στο δρόμο κάτω αυτής της άγνωστης πολιτείας σουλατσάρουν άγνωστοι. Αισθάνομαι ρουτινιασμένος κι απαθής, ολοένα περιμένοντας κάτι που δε θα ‘ρθει ποτέ. Η έγνοιά μου και σήμερα πάλι τριγυρνά πολύ μακριά, σ’ ένα αδιέξοδο. Γιατί επιστρέφω εκεί; Αφού είναι αδιέξοδο. Θυμάμαι το γεροντάκι: «και να ‘ταν το μόνο!»
Δε θέλω να είμαι άλλο πια μέσα – ούτε στους τοίχους του σπιτιού, ούτε του εαυτού μου. Με πλακώνουν – αδιέξοδο.
Βγαίνω στην πόλη. Θέλω να χαθώ μέσα στο πλήθος. Δεν ψάχνω τίποτα. Ανθρώπου δε μιλάω – δεν έχω προορισμό, δε χρειάζομαι οδηγίες κανενός. Μόνος σου χάνεσαι. Περπατώ και περπατώ, ακολουθώ το ανθρωπομάνι, όπου με πάει. Κάποτε φτάνω στην άκρη της πολιτείας, κάτω στο λιμάνι. Μπροστά μου ανοίγεται ο ορίζοντας, μιαν άπλα. Τραβιέμαι κατά την άκρη του λιμανιού, δίπλα στο φάρο, εκεί που ο ορίζοντας είναι όλος δικός μου, γεμάτος υποσχέσεις. Ένα καράβι πλησιάζει, νωχελικά κι αδιάφορα, μπαίνει στο λιμάνι να ξαποστάσει λίγο. Έπειτα από καιρό πάλι, χαμογελώ.
«Δεν υπάρχουν αδιέξοδα», συλλογίζομαι, «μόνο λιμάνια.»
Κι ανάλαφρος, βουτώ πάλι στον κόσμο.