Ανησυχίες
Μάλλον θα φταίει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Και το γεγονός πως συμβαίνει τόσο κοντά μας, κι έτσι τον νιώθουμε πιο άμεσο. Τόσοι και τόσοι πόλεμοι γίνονται, αλλά δεν μας νοιάζει κιόλας. Είναι δύσκολο να νοιάζεσαι για όλους και όλα. Νιώθεις πως εν τέλει δεν νοιάζεσαι για τίποτα. Θέλει και το νοιάξιμο μια κάποια στόχευση, αλλιώς θολώνει, αδυνατίζει, και καταντά κάτι το αόριστο.
Αυτή τη στιγμή, είναι δύσκολο να μην σκεφτείς τον εαυτό σου μέσα σε κάποια από τις εικόνες που φτάνουν ως εμάς από τον πόλεμο. «Φαντάσου να ήταν αυτό το σπίτι που καίγεται το δικό μου…» «Φαντάσου αυτό το παιδί να ήταν το δικό μου… ή εγώ!». Ο φόβος προσωποποιείται σε κάτι άμεσο και απτό – παίρνει το πιο τρομακτικό του πρόσωπο: το δικό μας. Κάθε εικόνα, κάθε είδηση, εντείνει την ανησυχία.
Απ’ αυτό το κλίμα ανησυχίας μου ήρθε σε ανύποπτη στιγμή στο μυαλό ένα απόσπασμα από τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, που με απασχολεί από την πρώτη στιγμή που το διάβασα και δε ξέρω αν ποτέ θα μ’ αφήσει ήσυχο. Χωρίς άλλες εισαγωγές, παραθέτω το απόσπασμα:
«[…]ωστόσο, καλύτερα λέω να σας διηγηθώ για μια άλλη μου συνάντηση που είχα πέρσι μ’ έναν άνθρωπο. Υπήρχε κάτι παράξενο σ’ όλ’ αυτά, ιδιαίτερα παράξενο, γιατί σπάνια τυχαίνει κάτι τέτοιο. Ο άνθρωπος αυτός έφτασε μια φορά ίσαμε τον τόπο των εκτελέσεων και του είχαν διαβάσει κιόλας την απόφαση του τουφεκισμού του για κάποιο πολιτικό έγκλημα. Κάπου είκοσι λεπτά αργότερα τού διάβασαν και την απόφαση απονομής χάριτος και του ορίστηκε μια άλλη ποινή, ωστόσο όμως αυτός, στο διάστημα εκείνο, ανάμεσα στις δύο αποφάσεις, μέσα στα είκοσι κείνα λεπτά, ή τουλάχιστο στα δέκα πέντε, έζησε με την απόλυτη βεβαιότητα πως από στιγμή σε στιγμή θα πεθάνει. Τον άκουγα με τρομερή περιέργεια όταν καμιά φορά αναθυμόταν τις τοτινές του εντυπώσεις κι αρκετές φορές άρχιζα πρώτος εγώ και του ‘κανα ερωτήσεις. Τα θυμόταν όλα πεντακάθαρα κι έλεγε πως ποτέ του δε θα ξεχάσει τίποτα από κείνες τις στιγμές. Κάπου είκοσι βήματα πιο δω απ’ τον τόπο της εκτέλεσης, όπου στέκονταν κόσμος και στρατιώτες, είχαν μπήξει στο χώμα τρεις πασσάλους, γιατί οι κατάδικοι ήταν αρκετοί· τους τρεις πρώτους τους πήγαν στους πασσάλους, του έδεσαν, τους φόρεσαν το ρούχο των μελλοθανάτων (άσπρες μακριές μπλούζες) και στα μάτια τους τούς κατέβασαν άσπρες κουκούλες, για να μη βλέπουν τα ντουφέκια. Ύστερα, απέναντι σε κάθε πάσσαλο παρατάχτηκε το εκτελεστικό απόσπασμα – αρκετοί στρατιώτες. Ο γνωστός μου στεκόταν όγδοος στη σειρά, έπρεπε λοιπόν να πάει στους πασσάλους με την τρίτη τριάδα. Ο ιερέας πέρασε μπροστά απ’ όλους τους με το σταυρό. Όλα έδειχναν πως είχα να ζήσει κάπου πέντε λεπτά, όχι περισσότερο. Μου ‘λεγε πως εκείνα τα πέντε λεπτά τού φαίνονταν μια ατέλειωτη διορία, ένας τεράστιος θησαυρός· του φαινόταν πως μέσα σε κείνα τα πέντε λεπτά θα ζήσει τόσες ζωές, που προς το παρόν δεν υπάρχει κανένας λόγος να σκέφτεται την τελευταία στιγμή, τόσο μάλιστα που πήρε ορισμένες αποφάσεις: υπολόγισε το χρόνο για ν’ αποχαιρετήσει του συντρόφους του, ξεχώρισε γι’ αυτό δύο λεπτά πάνω-κάτω, άλλα δύο λεπτά τα ξεχώρισε να σκεφτεί για τελευταία φορά για τον εαυτό του, κι ό,τι απόμενε είπε να κοιτάξει για στερνή φορά γύρω του. Είχε πλήρη συνείδηση πως πήρε αυτές ακριβώς τις τρεις αποφάσεις και τα ‘χε έτσι ακριβώς υπολογίσει όλα. Πέθαινε είκοσι εφτά χρονώ, γερός και δυνατός· αποχαιρετώντας τους συντρόφους του, θυμόταν πως σ’ έναν απ’ αυτούς είχε κάνει μια αρκετά άσχετη ερώτηση κι ενδιαφέρθηκε μάλιστα πολύ ν’ ακούσει την απάντηση. Ύστερα, όταν αποχαιρέτησε τους συντρόφους του, ήρθε η σειρά για κείνα τα δυο λεπτά που τα ‘χε υπολογίσει για να σκεφτεί για τον εαυτό του· ήξερε απ’ τα πριν τι θα σκεφτόταν: λαχταρούσε όλη την ώρα να φανταστεί όσο πιο γρήγορα και πιο ζωηρά τούτο δω: πώς γίνεται αλήθεια κι είναι τώρα ζωντανός και σε τρία λεπτά θα ‘ναι κιόλας κάτι, κάποιος ή κάτι – μα ποιος; Πού; Αυτά λογάριαζε να τα ξεδιαλύνει μέσα σε κείνα τα δυο λεπτά! Λίγο μακρύτερα ήταν μια εκκλησία, κι η κορφή της μητρόπολης με τον επίχρυσο τρούλο λαμποκοπούσε μες στον ήλιο. Θυμόταν πως κοίταξε με τρομερή επιμονή κείνη τη στέγη και τις αχτίδες που αντανακλούσε το χρυσάφι της· δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του απ’ τις αχτίδες: του φαινόταν πως οι αχτίδες εκείνες ήταν η καινούργια του φύση, πως σε τρία λεπτά θα γίνει κατά κάποιο τρόπο ένα μαζί τους· το άγνωστο κι η αποστροφή γι’ αυτό το καινούργιο που θα γίνει και θα ‘ρθει τώρ’ αμέσως, ήταν κάτι το τρομερό· έλεγε ωστόσο πως εκείνη τη στιγμή δεν του βάραινε τίποτα τόσο την καρδιά όσο η αδιάκοπη σκέψη: «Τι θα γινόταν, αν δεν πέθαινα! Τι θα γινόταν, αν ξανακέρδιζα τη ζωή – τι αιωνιότητα! Κι όλ’ αυτά θα ‘ταν δικά μου! Τότε την κάθε στιγμή θα την είχα μεταβάλει σε αιώνα, τίποτα δε θα ‘χανα, την κάθε στιγμή θα την υπολόγιζα και θα τη λογάριαζα, τίποτα πια δε θα ξόδευα άσκοπα!». Έλεγε πως, τελικά, η σκέψη κείνη μεταμορφώθηκε μέσα του σ’ ένα τέτοιο μίσος, που άρχισε να λαχταράει να τον ντουφεκίσουν μια ώρα αρχύτερα.
Ο πρίγκιπας σώπασε ξαφνικά· όλες τους περίμεναν πως θα συνεχίσει και θα βγάλει τα συμπεράσματά του.
-Τελειώσατε; – ρώτησε η Αγλαΐα.
-Τι; Τελείωσα – είπε ο πρίγκιπας, βγαίνοντας απ’ την ονειροπόληση όπου για μια στιγμή είχε βυθιστεί.
-Μα ποιος ο λόγος που μας τα διηγηθήκατε όλ’ αυτά;
-Έτσι… το θυμήθηκα… το ‘φερε η κουβέντα…
-Είστε πολύ αποσπασματικός – παρατήρησε η Αλεξάνδρα. – Σίγουρα, πρίγκηψ, θα θέλατε να καταλήξετε στο συμπέρασμα πως ούτε μια στιγμή δεν μπορεί να την υπολογίζει κανείς με πεντάρες και πως καμιά φορά και τα πέντε λεπτά είναι πολυτιμότερα κι από ένα θησαυρό. Όλ’ αυτά είναι αξιέπαινα, επιτρέψτε μου ωστόσο να ρωτήσω τι απέγινε αυτός ο φίλος που σας διηγήθηκε αυτά τα τρομερά πράγματα… Του άλλαξαν, όπως είπατε, την ποινή του, που θα πει λοιπόν πως του χάρισαν αυτή την «απέραντη ζωή». Λοιπόν, πέστε μας, τι απέκανε αργότερα μ’ αυτά τα πλούτη; Την έζησε τάχα την κάθε του στιγμή «λογαριάζοντάς την και υπολογίζοντάς την»;
-Ω, όχι, μου το ‘λεγε ο ίδιος – τον ρώτησα και γω αναφορικά μ’ αυτό το ζήτημα-, δεν έζησε καθόλου έτσι κι έχασε πολλές, πάρα πολλές στιγμές.
-Να λοιπόν, ορίστε κι η πειραματική απόδειξη, θα πει λοιπόν πως δεν είναι δυνατό να ζήσει κανείς πραγματικά «λογαριάζοντας και υπολογίζοντας». Κάποιος λόγος θα υπάρχει που δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο.
-Ναι, κάποιος λόγος θα υπάρχει που δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο – επανέλαβε ο πρίγκηπας -, και γω ο ίδιος έτσι νόμιζα… Κι ωστόσο, σα να μη μπορώ να το πιστέψω… […]»
[Ο Ηλίθιος – Φ. Ντοστογιέφσκι, Εκδόσεις Γκοβόστη, μτφ. Άρης Αλεξάνδρου]
Θυμάμαι την ταραχή που ένιωσα μόλις διάβασα αυτές τις γραμμές. Και ύστερα… Και ύστερα μια φοβερή ανησυχία. Προσπάθησα, από την ασφάλεια του καναπέ μου, να μπω στη θέση εκείνου του ανθρώπου, και να σκεφτώ τη δική μου αγωνία – αν ποτέ αποφασίσουν να με πάνε για εκτέλεση. Τί θα προσπαθούσα να προλάβω; Για τί θα στεναχωριόμουν; Τί θα με έκανε περήφανο την έσχατη στιγμή; Τί θα σκεφτόμουν; Δεν μπόρεσα να βρω ικανοποιητικές απαντήσεις.
Κι ακόμα σκέφτηκα όλες εκείνες τις ανησυχίες που μας κατακλύζουν όλους μας καθημερινά, όλες τις υπόλοιπες στιγμές μας, όταν δεν πάμε για εκτέλεση: Ανησυχούμε για τη δουλειά μας, την περιουσία μας, την αποδοχή μας από τους γύρω μας, για την επιτυχία ή αποτυχία μας σε κάποιο στόχο, και διάφορα ακόμα, ο καθείς με τους δαίμονές του. Όμως αυτές οι ανησυχίες μου φάνηκαν τόσο επιπόλαιες, μα και τόσο αναπόσπαστα ανθρώπινες, που ούτε να τις υπερβώ κατάφερα, ούτε και να τις πάρω εντελώς στα σοβαρά.
Γιατί να χρειάζεται όμως να φτάνουμε σε τέτοιες ακραίες καταστάσεις για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε την τόση ομορφιά που υπάρχει γύρω μας; Γιατί αυτή η ανησυχία του εφήμερου και του περατού να ξεκινάει (ή, ενδεχομένως, να επανέρχεται) μόνο μετά από ένα μεγάλο κακό; Γιατί να αποτελεί την εξαίρεση; Νομίζω η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα κρύβεται στις τελευταίες γραμμές του παραπάνω αποσπάσματος: ακόμα κι ο άνθρωπος που αντίκρυσε το θάνατο κατάματα και σώθηκε, δεν μπόρεσε να κάνει κανόνα της ζωής του την ευγνωμοσύνη και την ευχαρίστηση. Νομίζω πως όταν λέμε, όπως ακούω συχνά, «να χαίρεσαι την κάθε στιγμή», χρησιμοποιούμε πολύ επιπόλαια αυτό το κάθε. Είναι άθλος αυτό το κάθε. Είναι ένα αδιάκοπο «στην κόψη του σπαθιού την τρομερή», πράγμα θαρρώ αδύνατο. Διαπίστωση σίγουρα στενάχωρη, γι’ αυτό και ακόμα και ο πρίγκηπας Μίσκιν δεν μπορεί να την αποδεχτεί πλήρως και διατηρεί έναν ενδοιασμό, μάλλον από ελπίδα κι αθωότητα – και είναι τόσο υπέροχα αθώος.
Αφού όμως δεν είναι δυνατό να είναι αδιάκοπο, μπορούμε να το φέρουμε στα μέτρα μας, στα όρια του ανθρώπινου και δυνατού – και να το καταστήσουμε εφικτό. Για να γίνει αυτό πρέπει να ξεκινήσουμε με μια παραδοχή: ξεχνάμε. Κι αυτό πρέπει παραδόξως να το θυμόμαστε διαρκώς. Ξεχνάμε την ομορφιά της ζωής και επικεντρωνόμαστε σ’ όλα αυτά που μας ανησυχούν. Και για να μην κρυβόμαστε, η ανησυχία δεν είναι παρά ένας κάπως συγκρατημένος φόβος. Η δική μου ανησυχία, εν προκειμένω λόγω του πολέμου, δεν είναι παρά ένας φόβος μην επηρεαστεί και η δική μου ζωή – την άνεση της οποίας ξαναθυμάμαι τώρα έχοντας ως αντιπαραβολή τη φρίκη του πολέμου. Όπως και ο μελλοθάνατος πρώτα και κύρια φοβάται, γιατί εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιεί τί είναι αυτό που πρόκειται να χάσει – και λυπάται κι απελπίζεται που χρειάστηκε να το δει να χάνεται για να καταλάβει πως το συνήθισε, και… το ξέχασε.
Μπορούμε να κάνουμε αλλιώς; Όχι, δεν μπορούμε να μην ξεχνάμε – αυτό το παραδεχτήκαμε πρώτο πρώτο. Μπορούμε όμως να αγαπάμε ξανά και ξανά αυτό που ξεχάσαμε – και που βρίσκεται διαρκώς μπροστά μας. Την ομορφιά που υπάρχει σε απίστευτη αφθονία γύρω μας. Όπου εμείς την αναζητήσουμε εκεί τη βρίσκουμε να μας περιμένει. Σαν το ζεστό σπίτι τον παγωμένο ταξιδιώτη. Είναι πάντα εκεί, για εμάς – όλους μας συγχωρά, κι ας την ξεχνάμε.
ΥΓ. Το παραπάνω απόσπασμα από τον Ηλίθιο έγινε ακόμα πιο συγκλονιστικό όταν έμαθα πως πρόκειται για αυτοβιογραφική αφήγηση του Ντοστογιέφσκι.
*Εικόνα άρθρου: Ο Ηράκλειτος δακρύζει – πίνακας του Johannes Moreelse