Απορία
[…]
– Είναι μεγάλη ιστορία, είπε, για να σου τη διηγηθώ, αλλά θα σου την πω. Όταν λοιπόν γεννήθηκε η Αφροδίτη, έτρωγαν οι θεοί, και μαζί τους κι ο γιος της Μήτιδος, ο Πόρος. Αφού δείπνησαν, έφτασε η Πενία, για να ζητιανέψει σ’ αυτό το τόσο μεγάλο φαγοπότι, και στεκόταν στην πόρτα. Ο Πόρος λοιπόν, μεθυσμένος από το νέκταρ (γιατί το κρασί δεν υπήρχε ακόμα), μπήκε στον κήπο του Δία και βαρύς από το πιοτό αποκοιμήθηκε. Η Πενία τότε, επειδή ακριβώς ήταν άπορη, σκέφτηκε να κάνει παιδί από τον Πόρο. Ξάπλωσε λοιπόν κοντά του και γέννησε τον Έρωτα.1
[…]
Με τον μύθο της Διοτίμας, ο πλατωνικός Σωκράτης μας ορίζει την γέννηση του Έρωτα: παιδί της Πενίας και του Πόρου – της έλλειψης και του περάσματος. Από το παραπάνω απόσπασμα, εξόχως δελεαστικό για πληθώρα σκέψεων και συζητήσεων, θα κάνουμε μονάχα κάποιες σκέψεις παραπάνω για την έννοια της απορίας.
Μπορούμε να υποστηρίξουμε, και το πρωτότυπο κείμενο είναι απόλυτα ξεκάθαρο σε αυτό, πως ο Έρωτας δεν γεννήθηκε από έρωτα, αλλά από Απορία. Η πρωταρχική ανάγκη που κατέτρωγε την Πενία ήταν η έλλειψη, και χρειάστηκε τον Πόρο για να διοχετεύσει αυτήν της την ανάγκη, και να γεννηθεί ο Έρωτας – στα γενέθλια της θεάς του. Η Απορία δηλαδή, χρησιμοποιείται εδώ με την πρωταρχική της έννοια: ως έλλειψη περάσματος, διεξόδου. Δηλώνει μια κατάσταση αδιεξόδου, στην οποία ζητείται ένας πόρος για να διοχετευθεί και να διαχυθεί παρακάτω ό,τι έχει συσσωρευθεί κι εγκλωβιστεί – απ’ ανάγκη. Αν το δούμε πρακτικά, όλοι μας έχουμε βρεθεί σε μία τέτοια κατάσταση, όπου μία απορία μας, ένα ερώτημά μας, μας έχει κολλήσει στον τοίχο και μόνο η απάντηση σ’ αυτό, ο πόρος της απορίας μας, μπορεί να μας λυτρώσει. Μπορεί να μην γεννήσαμε τον Έρωτα, μα βρήκαμε κι εμείς έναν Πόρο να πάμε παρακάτω.
Τεντώνοντας κάπως την ετυμολογία της λέξης ‘απορία’, μπορούμε να πούμε πως, κυριολεκτικά, οι ερωτήσεις μας γεννώνται ‘από τα όρια’. Πράγματι, κάθε απορία υποδηλώνει την πρόσκρουση σ’ ένα οντολογικό όριο. Το οντολογικό όριο επιφέρει την απορία, και η ανάγκη για απελευθέρωση και πέρασμα καθοδηγεί την εξεύρεση του πόρου. Ο Πλάτων αναπτύσσει επ’ αυτού κι ορισμένες ηθικές αξιολογήσεις τις οποίες δε θ’ ακολουθήσουμε ευθύς αμέσως. Θα μείνουμε για λίγο ακόμα στο πρώτο σκαλί.
Η ανάγκη που δημιουργείται από την απορία βιώνεται ως ένας διακαής πόθος για διέξοδο κι απελευθέρωση από τα όριά μας – όπως ο Έρωτας. Και τί είναι τότε αυτά τα οντολογικά όρια; Ο Πλάτων τα παρουσιάζει ως εξής: «Γιατί η σοφία είναι από τα ωραιότερα πράγματα κι ο Έρωτας είναι έρωτας για το ωραίο, ώστε κατ’ ανάγκη ο Έρωτας είναι φιλόσοφος, και όντας φιλόσοφος, βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και την αμάθεια»2, θα μας πει. Αυτή η ισορροπία ανάμεσα στη σοφία και την αμάθεια μάς φέρνει αμέσως στο νου την περιβόητη ακροβασία του Σωκράτη ανάμεσα οίδα – ουδέν οίδα. Μα δείχνει επιπλέον πως ένα οντολογικό όριο δεν είναι παρά η αναγνώριση της μη γνώσης μας – της Πενίας μας, για να χρησιμοποιήσουμε την πλατωνική έκφραση.
Για να εξετάσουμε αυτή τη διαδικασία αναγνώρισης του ‘ουδέν οίδα’ μας νηφάλια θα χρειαστούμε τη βοήθεια του μεγάλου νηφάλιου Γερμανού φιλοσόφου, Hans-Georg Gadamer: «Είναι πρόδηλο πως η δομή της ερώτησης προϋποτίθεται σε κάθε εμπειρία. Δεν μπορούμε να έχουμε εμπειρίες χωρίς να θέτουμε ερωτήματα. Η αναγνώριση πως ένα αντικείμενο είναι διαφορετικό, κι όχι όπως αρχικά το νομίζαμε, προφανώς προϋποθέτει το ερώτημα για το αν ήταν αυτό ή άλλο.»* Οι εμπειρίες μας, ως γεννήματα των ερωτημάτων μας, γεννώνται ακριβώς από την αναγνώριση του διαφορετικού, ως Άλλου. Εδώ, η δομική σύνδεση της απορίας με την ανθρώπινη εμπειρία διόλου δεν αντιβαίνει στις πλατωνικές αντιλήψεις. Συμπληρώνει απλώς την ορθολογική έποψη της δομής. Όταν ο Πλάτωνας γράφει «Δεν επιθυμεί λοιπόν εκείνος που δεν πιστεύει ότι του λείπει κάτι εκείνο που δεν πιστεύει ότι του λείπει»3, διακρίνουμε κι εκεί τη λογική σύνδεση της ερώτησης με την αναγνώριση του Άλλου που κάνει ο Gadamer. «Είναι προφανές πως σε κάθε εμπειρία υποκρύπτεται μία δομή ερώτησης. Δεν μπορούμε να έχουμε εμπειρίες χωρίς να θέτουμε ερωτήματα […] Κι όπως η διαλεκτική άρνηση μέσα στην εμπειρία συμπληρώνει την ιδέα μιας τέλειας εμπειρικότητας, τουτέστιν, του να έχουμε αντίληψη της περατότητας και των ορίων μας – έτσι και η λογική δομή της ερώτησης και της άρνησης που εμπεριέχει συγκλίνουν σε μία ριζική αρνητικότητα: να γνωρίζεις πως δε γνωρίζεις.»* Χρησιμοποιώντας τον ίδιο το Σωκράτη, ο Gadamer ξεκαθαρίζει μια για πάντα αυτήν την κατανόηση της απορίας ως οντολογικό όριο.
Η απορία, όπως κι ο έρωτας, είναι μία κατάσταση ύπαρξης δίχως τέλος, καθώς δεν έχει περατό αντικείμενο να εξαντλήσει – δε μιλάμε βέβαια για τον Έρωτα ως κτήση. Το Άλλο δε δύναται να οριστεί οριστικά, γιατί, για να γίνει αυτό, προϋποθέτει τον εγκλεισμό του σε οντολογικά όρια, και, όπως είπαμε παραπάνω, τα όρια είναι αυτά που δείχνουν την ύπαρξη του Άλλου. Ατέρμονος κύκλος. Μα εδώ ακριβώς κρύβεται η μαγεία της απορίας: ως κυκλική διαδικασία, αναζωογονεί το γίγνεσθαι της ζωής μεταλλάσσοντας διαρκώς το γνωστό και τα όριά του – που είναι και τα δικά μας όρια. «Δεν υπάρχει καμία απολύτως μέθοδος για να μάθεις να θέτεις ερωτήματα, για να μάθεις να βλέπεις τί δύναται ν’ αμφισβητηθεί. […] Κάθε απορία και επιθυμία για γνώση προϋποθέτουν να γνωρίζεις πως δε γνωρίζεις• σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που κάθε συγκεκριμένη έλλειψη γνώσης οδηγεί και σε μία συγκεκριμένη ερώτηση.»*
Κι έτσι κλείνουμε κι εμείς τον κύκλο μας και ξαναφτάνουμε στις ηθικές αξιολογήσεις του Πλάτωνα που αφήσαμε κατά μέρος παραπίσω, αντικρύζοντας εν τέλει το υπαρξιακό / ηθικό υπόβαθρο που διέπει τις αληθινές απορίες, τις άξιες λόγου και εξέτασης, αυτές που ο Gadamer συνοψίζει έμμεσα έτσι: «Κάποιος που θέλει να γνωρίζει κάτι δε μπορεί να παραμένει απλώς στο επίπεδο της άποψης»*, κι ο Πλάτων το λέει δωρικά ‘έρωτα για το ωραίο’. Βλέπουμε πως στις αληθινές ερωτήσεις, τους θηρευτές του αγνώστου και της Αλήθειας, υπάρχει εκ των πραγμάτων μια βαθύτερη σύνδεση ουσίας, κρυμμένη, μα εξόχως σημαντική: της αυτής απορίας με τον πόρο, του ίδιου του ορίου με το πέρασμα που θα μας επιτρέψει να υπερβούμε το όριό μας. «Η ουσία της ερώτησης είναι να έχει νόημα. Τώρα, το νόημα προϋποθέτει μία αίσθηση της κατεύθυνσης. Άραγε το νόημα της ερώτησης είναι η μόνη κατεύθυνση από την οποία μπορεί να λάβουμε μίαν απάντηση που να έχει νόημα. Μία ερώτηση θέτει το ερώτημά της υπό μία συγκεκριμένη έποψη.»* Για να έχει μια απάντηση νόημα, πρέπει η ερώτηση να θέτει ένα πλαίσιο. Να δίνει και να προτείνει, για να πάρει και να δικαιωθεί.
Οι αληθινές απορίες, αυτές που αποπειρώνται να δώσουν νόημα και κατεύθυνση στα πράγματα, δημιουργούνται στα τρίσβαθα της ψυχής μας και μας συνταράζουν σαν τεκτονικοί εγκέλαδοι. Δεν είναι διόλου επιφανειακές δυσαρεστήσεις με τα πράγματα, και βέβαια δεν τους αρκεί μία απάντηση μερική κι απλοϊκή – δε ζητούν την άποψή μας για τα πράγματα. Όχι. Ζητούν εκείνη τη βαθύτερη αλήθεια που δεν περιορίζεται από τα όρια του προσωπικού, αλλά ελευθερώνεται από τα όρια για να δώσει πέρασμα – όχι σε εμένα, αλλά για εμένα κι όποιον άλλο έχει ανάγκη να περάσει – υψώνοντας το μερικό σε καθολικό. Η διαλεκτική αυτή διαδικασία ανασυνθέτει διαρκώς το γνωστό, αντλώντας από το άγνωστο, ανακατεύοντάς αδιαίρετα το Εγώ της γνώσης με το Άλλο της μη-γνώσης. Μη ξεχνάμε πως ο Πλάτωνας, σ’ έναν άλλο του μύθο, βάζει το Φιλόσοφο να επιστρέφει στο Σπήλαιο: δεν ορίζεται γνώση χωρίς μοίρασμα.
Αυτή η τόσο ανθρώπινη πράξη αλληλεγγύης μου φαίνεται καίρια για την κατανόηση των συλλογισμών του Πλάτωνα και του Gadamer σχετικά με την απορία. Αν κάπου μας αγγίζουν όλ’ αυτά, νομίζω είναι γιατί δηλώνουν μία ανάγκη εγγενής στον άνθρωπο. Τον ερωτευμένο άνθρωπο που ζητά να ελευθερωθεί από τείχη και όρια. Που, πέφτοντας ολοένα σε απορίες, διαρκώς κι ακούραστα, συνεχίζει να σκαλίζει τα όρια της αγνωσίας του με τα ίδια του τα νύχια, παλεύοντας να φτάσει στην άλλη πλευρά – παθός μαθός. Μα όχι από φιλοδοξία, παρά από παιδική περιέργεια και βαθιά αλληλεγγύη. Όσο απορούμε προχωρούμε, κι όσο προχωρούμε δε φτάνουμε – μα ζούμε. Αντιπαλεύοντας το Μέγα Όριο.
1 Συμπόσιον, 203b
2Συμπόσιον, 204b
3 Συμπόσιον, 204a
*όλες οι Gadamer-ιανές παραπομπές είναι από το Truth and Method, Bloomsbury Academic, 2004 (σελ. 370-375) – μετάφραση δική μου.