Βαρεμάρα
Βαριόμαστε όταν νιώθουμε μέσα μας μια γενικευμένη απροθυμία να εκτελέσουμε μια συγκεκριμένη πράξη. Αυτή η απροθυμία προκαλείται από την συνειδητή ή ασυνείδητη απονοηματοδότηση της συγκεκριμένης αυτής πράξης. Νιώθουμε δηλαδή πως η εκτέλεση της πράξης δεν καλύπτει κάποια πραγματική ανάγκη μας, αλλά μάλλον είναι ξένη προς εμάς και τις ανάγκες μας. Η αξία της πράξης αυτής στηρίζεται μόνο στην έννοια της υποχρέωσης, γι’ αυτό και μας ενοχλεί – νιώθουμε έρμαια της υποχρέωσης και καθόλου κυρίαρχοι του χρόνου και του κόπου μας.
Στην ουσία της δηλαδή, η βαρεμάρα είναι μια κεκαλυμμένη μορφή αμφισβήτησης ενός εξωτερικά επιβεβλημένου νοήματος. Αμφισβητούμε την αξία και την ωφέλεια που φέρεται να φέρει κάποιος σκοπός που δεν τον διαλέξαμε εμείς, αλλά υποχρεωθήκαμε από τα πράγματα να τον ακολουθήσουμε. Από αυτήν την άποψη, η βαρεμάρα είναι ένα σύμπτωμα ύψιστης υπαρξιακής σημασίας γιατί μας υπενθυμίζει το περατό της ζωής μας. Συνειδητοποιούμε πως ο χρόνος είναι λίγος, περνά και φεύγει, άρα πρέπει να προσέξουμε καλά πού θα τον αφιερώσουμε. Κι αυτό είναι ένα πρόβλημα που οι περισσότεροι από εμάς, τον περισσότερο καιρό, δεν θέλουμε καν να σκεφτούμε.
/
Ζούμε στην εποχή που έχει ποινικοποιηθεί η βαρεμάρα. Κατά έναν πολύ παράδοξο τρόπο έχουμε ξεχάσει να βαριόμαστε. Έχουμε διαμορφώσει έτσι τις συνήθειές μας ώστε σε κάθε μας στιγμή να μας συμβαίνει κάτι. Να υπάρχει κάποιο ερέθισμα, μικρό ή μεγάλο, αρκετό πάντως ώστε να μας αποσπά την προσοχή από το ενδεχόμενο της βαρεμάρας. Έχουμε όχι απλώς επιτρέψει, αλλά υποδεχτεί με ανακούφιση μια ακατάπαυστη ροή πληροφοριών, όπου καμία πληροφορία δεν προλαβαίνει να ζυγιστεί πραγματικά κι όμως χρεώνεται – κι εμείς το πληρώνουμε καθημερινά με το άγχος μας. Τί θα μείνει; Τί να κρατήσουμε; Ποιος νοιάζεται; Τα ρίχνουμε όλα μέσα στο βαρέλι του μυαλού μας – στύβουμε όλη μας την προσοχή στα εφήμερα και καθημερινά μέχρι να μη μας μείνει στάλα προσοχής γι’ αυτά που είναι πραγματικά άξια της προσοχής και της αφιέρωσής μας. Απρόσεχτα κι ασύνειδα γινόμαστε αυτό που τόσο κυνηγήσαμε: άλλη μια πληροφορία για χρήση και κατανάλωση. Άχρηστη; Χρήσιμη; Δεν πρόλαβε κανείς να τη ζυγίσει. Πληρώστε τη λυπητερή κι από δω παν κι άλλοι.
Παρατηρώ με όλο μεγαλύτερη σιγουριά πως ξεμάθαμε τόσο πολύ να βαριόμαστε που πλέον ίσως και να φοβόμαστε να βαρεθούμε. Μας ανησυχεί αυτή η δύσκολη μοναξιά της βαρεμάρας. Προτιμούμε τη βαβούρα της ταχύτητας και της ροής – και, γιατί όχι, το κυνήγι των σκοπών που μας έχουν τεθεί απέξω, από άλλους. Έχει μια διεστραμμένη βολικότητα όλο αυτό, και μια παρήγορη ανευθυνότητα. Ενώ είναι τόσο φοβερό πράγμα να ορίζεις εσύ το σκοπό και την πορεία, το νόημα και την αξία των πραγμάτων και του χρόνου σου.
Άλλωστε, κι αυτή η ροή πληροφοριών που έχουμε δημιουργήσει ακριβώς αυτήν την ανάγκη μας ικανοποιεί: την αποφυγή της βαρεμάρας – της αργόσχολης ενδοσκόπησης και παρατήρησης. Και το μαχαίρι είναι δίκοπο. Αφενός εμείς απολαμβάνουμε την ροή αυτή για ν’ αποφύγουμε κάθε ξεκούραση του μυαλού που μπορεί να φέρει στην επιφάνεια σκέψεις πιο προσωπικές, με την ανάλογη προσωπική ευθύνη που κουβαλούν, αφετέρου η ροή αυτή προωθείται και στηρίζεται παντοιοτρόπως από την κοινωνία μας γιατί όχι απλώς γεννάει χρήμα μιας και είναι η επιτομή της κατανάλωσης, αλλά και μετατρέπει τον κόσμο σε ένα (τρε)λούνα παρκ στιγμιαίων εντυπώσεων – και η εντύπωση δεν απέχει πολύ από την αμάθεια, ενώ η σκέψη μπορεί να κινήσει βουνά.
Σήμερα, η λύση που προτείνετε από την κοινωνία μας απέναντι στο πρόβλημα της βαρεμάρας είναι φοβερά δελεαστική – και φοβερά αποτελεσματική. Προσφέρεται αφειδώς, σε μοναδική έκπτωση, σε πακέτο 1 + 1 δώρο, ανεπανάληπτη, όποιος προλάβει, εγγραφτείτε τώρα, χωρίς προπληρωμή, με άτοκες δόσεις, μόνο για σένα, γιατί σου αξίζει, χωρίς ψιλά γράμματα, με 30 ημέρες δωρεάν επιστροφή, με δωρεάν μεταφορικά, με 10 χρόνια εγγύηση, με τη χαμηλότερη τιμή της αγοράς, με ένα κλικ στην πόρτα σου, συλλεκτική έκδοση, σε τιμή σοκ, χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς θυσίες, χωρίς κόπο. Μην τολμήσεις και βαρεθείς – τόσα σου προσφέρονται. Εφήμερα, πρόσκαιρα, αδιάφορα, ανούσια. Για τον πόνο της βαρεμάρας έχουμε τα παυσίπονα σωρό να τον ξεχάσεις. Κι αν δεν τα προτιμήσεις, αν τελικά ξεφύγεις και βαρεθείς, σε περιμένει μια φοβερή ποινή: η αναμέτρηση με τις σκέψεις σου.
/
Στα δικά μου μάτια η βαρεμάρα είναι κάτι το εξόχως γόνιμο. Πέρα από την υπαρξιακή της αξία, και την κοινωνικο-πολιτική της διάσταση της αμφισβήτησης, έχει επιπλέον μια δημιουργική δυναμική. Πράγματι, μπορεί να γίνει ένα εργαστήριο δημιουργικής αναγέννησης καθώς μέσα στη βαρεμάρα γεννιέται η σπίθα της αναζήτησης ενός νέου ενθουσιασμού. Στο γκρίζο του βαρετού και του αδιάφορου, καλούμαστε να ζωγραφίσουμε με νέα, ζωντανά χρώματα και να ξαναδώσουμε ενθουσιασμό στα πράγματα. Να σκαλίσουμε τις σκέψεις μας, τα παίξουμε με τα ενδιαφέροντά μας, να πειραματιστούμε με τις περιέργειές μας, να ξεσκονίσουμε ξεχασμένα παιχνίδια μας, να δημιουργήσουμε νέες περιπέτειες για το παιδί που κρύβουμε όλοι μέσα μας.
Χωρίς τη βαρεμάρα, αυτή η έμφυτη περιέργεια για τον κόσμο και τα πράγματα που υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο μπορεί να ξεχαστεί. Μέσα στη βαρεμάρα μας καταλαβαίνουμε τί είναι αυτό που μας λείπει και που η έλλειψή του μας στερεί τη χαρά και τον ενθουσιασμό, έστω και για λίγο. Τί είναι αυτό που μπορεί να μας γεμίσει το κενό που νιώθουμε, να μας δώσει χρώμα στο γκρίζο μας. Αν κρατάμε την προσοχή μας διαρκώς απασχολημένη, αφημένη στην ξέφρενη ταχύτητα της εποχής μας, δεν θα προλάβουμε ποτέ να σταθούμε έστω για μια στιγμή και να προσέξουμε πως κοιτώντας όλο τριγύρω και αλλού, ξεχάσαμε να δούμε το εδώ και το τώρα. Αν όμως επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να βαρεθούν ξανά, κι αφεθούμε μέσα σε αυτήν την κατάσταση, θα νιώσουμε εντελώς φυσικά η ίδια μας η τάση να μας τραβά προς ό,τι μας ενθουσιάζει κι ό,τι πραγματικά έχουμε ανάγκη – σαν το μυγάκι που πάει προς το φως, χωρίς να νοιάζεται γιατί, απλά από ανάγκη. Νομίζω εκεί ακριβώς κρύβεται και αυτό που λέμε μεράκι.
/
Σαν παραλογή, από βαρεμάρα:
… Ένιωσε ξαφνικά να γλιστρά, με μια αργή, σταθερή βεβαιότητα. Σαν ν’ άνοιξε μια καταπακτή και να τον παρέσυρε σε ένα μέρος σκοτεινό όπου το φως δεν έφτανε να φωτίσει τίποτα, αφήνοντας γύρω του τον κόσμο να μοιάζει με σκιά. Όμως δεν τον φόβιζε το μέρος αυτό μιας και τίποτα δεν του φαινόταν απειλητικό εκεί: όλα ήταν τόσο αδιάφορα. Έβλεπε γύρω του τα πράγματα και τα αναγνώριζε ένα προς ένα: ήταν ο κόσμος του. Αυτός που είχε φτιάξει με τόσο κόπο. Μα τώρα τα πράγματα είχαν χάσει το φως τους – ήταν η σκιά τους μονάχα εκεί να τα θυμίζει. Τίποτα δεν έλαμπε, τίποτα δεν του αποσπούσε πραγματικά προσοχή – ίσα που τον απασχολούσαν. Έψαχνε από κάπου να πιαστεί, να δει μια λάμψη, να δουν λίγο φως ξανά τα μάτια του, μα το σκοτάδι καλά κρατούσε. Ξάφνου, άκουσε μια φωνή.
-Δεν βρέθηκες εδώ τζάμπα κι άδικα! Είναι σπουδαία η ευκαιρία που σου παρουσιάστηκε. Εκεί που επικρατεί σκοτάδι και μουντάδα, εκεί είναι ευκαιρία να φωτίσεις τα πράγματα με το δικό σου φως. Μπορείς να ξαναφωτίσεις τον κόσμο σου, μα οι παλιοί και τόσο γνώριμοι τρόποι σου τώρα δεν αρκούν – αυτοί ακριβώς είναι που σε φέρανε ως εδώ, στο έλος της βαρεμάρας σου.
-Εγώ; Μα πώς; Αφού όλα πήγαιναν καλά.. Και όλα αυτά που έκανα ως τώρα και συνήθισα; Δεν αρκούν; Πώς να κόψω το πέπλο της βαρεμάρας;
-Σώπασε. Εδώ μέσα, στον κόσμο των σκιών, πρέπει να μάθεις να σωπαίνεις για ν’ ακούς. Ν’ ακούσεις αυτά που τόσο καιρό έκρυψες βαθιά. Όλες εκείνες τις ασχολίες που σχόλασες για να μην σε απασχολούν. Άκου τώρα πώς σου φωνάζουν.
«Γιατί μας ξέχασες; Γιατί σε ξέχασες;»
Ήρθε η ώρα να ακούσεις αυτά που σε ενδιαφέρουν. Αυτά που φέρουν μέσα τους το διαφορετικό, το μοναδικό, το πιο προσωπικό σου. Σου φωνάζουν απεγνωσμένα.
«Τώρα! Μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι ήρθε ο καιρός να φανεί το δικό σου φως. Ρίξε το δικό σου φως στα πράγματα. Δώσε νέα ονόματα, δώσε νέα μορφή. Η άνια δεν είναι παρά το σύμπτωμα της άνοιας. Ξέχασες εσένα, το φως και τη χαρά σου».
–
ΥΓ. Σκέφτομαι πως ίσως η βαρεμάρα να αλλάζει ανάλογα με την εποχή. Δεν μπορώ να υποστηρίξω πως σε παλιότερες εποχές οι άνθρωποι δεν βαριόντουσαν, αλλά πιστεύω πως σήμερα έχουμε τη βαρεμάρα που μας αξίζει. Δηλαδή, ενδέχεται και οι ξέφρενοι ρυθμοί της σημερινής καθημερινότητας να γεννούν τη βαρεμάρα ως ένα πάγωμα του χρόνου, ως μια επιβράδυνση της καθημερινότητας και των ασχολιών μας – κάτι που σε άλλος εποχές δεν μου φαίνεται να συνέβαινε. Σήμερα δηλαδή, ένας άνθρωπος που τρέχει μέσα στην καθημερινότητα και τις επιταγές της, προσπαθώντας διαρκώς και ακατάπαυστα να προλάβει να καλύψει στόχους και ανάγκες, αν ξαφνικά, για κάποιο λόγο, χάσει την καθημερινότητα και τις επιταγές της, θα βαρεθεί όχι επειδή δεν θα έχει κάτι να κάνει, αλλά επειδή η επιβράδυνση της ζωής του θα τον κάνει να νιώσει ξένος μέσα στον κόσμο της ταχύτητας που έχει μάθει. Νομίζω αυτό φάνηκε έντονα με την καραντίνα της πανδημίας. Πόσος κόσμος που δεν είχε πια να πάει στη δουλειά του και στις υποχρεώσεις του έφτασε σε οριακές ψυχολογικές καταστάσεις αναγκαζόμενος να κόψει ταχύτητα, να ρίξει τους ρυθμούς του. Πολύς κόσμος χρειάστηκε ξαφνικά να μείνει μόνος με τον εαυτό του και αυτό δεν του ήταν καθόλου ευχάριστο. Ας είναι. Κι όλα αυτά γιατί ξεχάσαμε την αξία της βαρεμάρας μας.
Φωτογραφία άρθρου: Photo by Daniel Lincoln on Unsplash