Εκείνος που χρωστά [Διήγημα]
Photo by Klim Musalimov on Unsplash
Αυτοί που έχουν ένα «γιατί» για να ζουν, μπορούν να αντέξουν σχεδόν οποιοδήποτε «πώς».
– Φρειδερίκος Νίτσε
Κοίταξε έξω από το παράθυρό του τη νύχτα που απλωνόταν σιγά πάνω στα πράγματα. Οι λάμπες του δρόμου έριχναν το άρρωστο φως τους στους λιγοστούς περαστικούς. Σκοτεινές φιγούρες σ’ ένα θέατρο σκιών. Αλήθεια, τί είναι αυτό που τους κινεί;
Συλλογιζόταν το χρέος του. Τίποτα δεν είναι χωρίς τίμημα, και ο λογαριασμός πληρώνεται τακτικά, δεν έχει βερεσέ το μαγαζί. Κοίταξε το ρολόι του – ήταν ώρα για την περατζάδα του. Φόρεσε το πανωφόρι και βγήκε στο δρόμο.
Από το ύψος των ανθρώπων βλέπεις τα πράγματα αλλιώς. Κίνησε με βήμα βιαστικό για την ταβέρνα να ξεκουραστεί από τη μοναξιά του.
Κάθισε στη συνηθισμένη του θέση και του έφεραν το κρασάκι του. Δεν πέρασε πολύ ώρα και, από το βάθος του μαγαζιού, σηκώθηκε ο Μιχάλης και τον πλησίασε. Παλιός καπετάνιος με τις ιστορίες σωρό, είχε πάντα κέφι για κουβέντα – κι απόψε το μυαλό του χόρευε απ’ το κρασί.
«Πώς πάνε τα πράγματα;» ρώτησε εύθυμα.
«Και πώς να πάνε δηλαδή ρε Μιχάλη; Τραβούνε πέρα.»
«Κι εσύ τί κάνεις;»
«Τα κυνηγώ ελπίζοντας.»
Ο Μιχάλης τον κοίταξε διακριτικά. «Ελπίζοντας σε τί;»
«Να έρθουν καλύτερες μέρες.»
Ο Μιχάλης έστρεψε το βλέμμα του προς το μαγαζί. «Μα τώρα είναι νύχτα» παρατήρησε σαρκαστικά.
«Ναι. Κι αύριο θα είναι μέρα» απάντησε θυμωμένα – ήταν ευαίσθητος με τις ελπίδες του.
«Πιες την κούπα σου να σε κεράσω άλλη μια» είπε ο Μιχάλης καλοπροαίρετα.
Εκείνος δε μιλούσε.
«Φαίνεσαι απασχολημένος» ξανάπε ο Μιχάλης, «καλύτερα να σ’ αφήσω στην ησυχία σου», και στράφηκε να φύγει.
«Όχι, μη φεύγεις, κάτσε» τον πρόλαβε εκείνος. «Κάτσε λίγο παρέα.. θα σου πω. Θα σου πω τί με απασχολεί.»
«Άντε τότε, πιες να σε κεράσω κι εγώ. Κι έπειτα μου λες.»
Σιγόπιε το κρασί του σιωπηλός και χαμένος. Οι σκέψεις του έσβηναν μέσα στη βουή των ανθρώπων. Σαν τελείωσε την κούπα του, την έδειξε στο Μιχάλη. Εκείνος κοίταξε την άδεια κούπα, έπειτα τ’ ανήσυχα μάτια του φίλου του, κι έκανε νοήμα στον ταβερνιάρη να φέρει μια γύρα. Σαν ήρθε, τσουγκρίσαν με θέρμη.
«Όπως θα ξέρεις Μιχάλη,” άρχισε εκείνος, “τα χρέη μου με τυλίγουν ολοένα περισσότερο. Κι εδώ ακόμα στο μαγαζί δε ξέρω για πόσο θα με δέχονται. Μα δεν σου το λέω να με λυπηθείς. Εγώ μονάχος φταίω, κι άλλο τόσο μονάχος έχω την ευθύνη. Ευκαιρίες είχα, κι έχω ακόμη. Μα τις αφήνω να περνούν. Από την τελευταία δουλειά, στα είπα, μ’ έδιωξαν στη βδομάδα πάνω. Όχι πως δεν μπορούσα να την κάνω• δεν ήθελα. Αν δεν υπάρχει έμπνευση, χάνουμε τον καιρό μας. Γι’ αυτό και τώρα τα ‘χω εντελώς παρατήσει. Ξέρω πως θα με διώξουν, ή, αν δεν με προλάβουν, θα φύγω μόνος μου. Κι ας ξεκινούσα πάντα με καλές προθέσεις, πρόθυμος. Αλλά τί να το κάνεις;» Δίστασε για μια στιγμή. «Το γράψιμο δεν πληρώνει Μιχάλη» είπε και μια λύπηση πλημμύρισε τα μάτια του.
Ο Μιχάλης τον ζύγισε. «Άσε τις γενικότητες. Το δικό σου γράψιμο δεν πληρώνει.»
«Τί;»
«Μου ‘χεις δώσει κείμενά σου. Καλά είναι, δε λέω, μα παραέξω δε θα πιάσουν. Εδώ μέσα, παρέα με το κρασί, τα κάνω κέφι. Μα, αλήθεια, δε θα σε πλήρωνα να τα διαβάσω. Χρειάζομαι τα λεφτά για το κρασί, καταλαβαίνεις.»
Στενάχωρες κουβέντες, μα λεγόντουσαν απ’ αγάπη.
«Να τα παρατήσω δηλαδή;» ρώτησε ταραγμένος.
«Όχι! Αλλοίμονο. Όχι βέβαια πως γίνεται να τα παρατήσεις εσύ… Σε νιώθω που σε καίει. Και δυο κουβέντες δικές μου δε θα σου σβήσουν τη φωτιά.»
«Μ’ αν άδικα καίει η φωτιά, γιατί να μη τη σβήσω;»
«Ποιος μίλησε για άδικο;»
«Έτσι όπως μου τα λες, κρίμα κι άδικο μου μοιάζει.»
«Όχι σ’ εμένα αυτά φιλαράκο… Άκου. Εγώ από μικρός ονειρευόμουν να μπω στα καράβια. Παιδί περνούσα όλο μου το χρόνο στη θάλασσα, κάτω στο λιμάνι. Κι όταν δεν ήμουν εκεί, διέσχιζα άγνωστες θάλασσες με τη φαντασία μου. Κι όταν μεγάλωσα τόσο όσο, χαιρέτισα γονείς και φίλους και μπάρκαρα. Δεν με κρατούσε τίποτα και κανείς. Αυτό ήταν. Ξεκίνησα μούτσος, και πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου να γίνω καπετάνιος. Μ’ απ’ όποιο πόστο κι αν είχα, το πονούσα το ίδιο το καράβι. Το ίδιο καμάρι ένιωθα σαν έξυνα αρμύρα, σαν έδενα σκοινί, σαν κρατούσα το τιμόνι. Κι εκείνο το καμάρι και η κάψα ήταν που με έμαθαν να λέω εκείνα τα μεγάλα και δύσκολα Όχι. Σε πόσα λιμάνια δέσαμε και πόσες γλύκες είχαν να μου χαρίσουν απλόχερα. Μα εγώ έσκυβα το κεφάλι και δώστου ξανά στη θάλασσα. Κι ας είναι τόσο θελκτικό να μην κουνιέται η γη κάτω από τα πόδια σου, να πατάς γερά και να χαίρεσαι τις χαρές της. Ας είναι… Πρόσεξε όμως: δε λέω να μη χαρείς τα λιμάνια σου. Μα να μη χάσεις και το καράβι σου – αν το χάσεις, παύεις να είσαι καπετάνιος. Μένεις ναυαγός στη στεριά. Σαλπάρει το καράβι, σαλπάρει και τ’ όνειρο. Πώς μου το είχες πει εσύ κάποτε; Κατά το δαίμονα εαυτού; Κάπως έτσι, μπορεί και να μην το θυμάμαι καλά… Γι’ αυτό σε ρωτώ φίλε μου: Εσύ… Εσύ τί κάνεις; Πονάς αλήθεια; Έχεις καμάρι; Ή θες να μου ‘σαι καπετάνιος πριν ακόμα μάθεις να κολυμπάς; Πάει πολύς καιρός που έφερες εδώ κάτι να μοιραστείς. Έστω μια γραμμή, κάτι. Παρά μου κάθεσαι σιωπηλός και πίνεις με πίστωση. Αν θες έτσι, εγώ δε θα σου ξανακάνω κουβέντα για όλ’ αυτά. Μα μη σε ξανακούσω κι εσένα να παραπονιέσαι.» Έκανε μια παύση, μαλάκωσε τη φωνή του. «…Καταλαβαίνω τον καημό σου. Τα γράμματα δεν τα ξέρω όπως εσύ, αλλά αυτό που σε καίει το νιώθω. Γιατί μοιάζουμε φίλε μου. Μοιάζουμε σ’ αυτό: και τους δυο μας, μάς τρώει το ταξίδι. Εγώ, παράπονο δεν έχω, πήγα σε κάθε άκρη του κόσμου, είδα κι έχασα πολλά, και γύρισα χωρίς να ‘χω χορτάσει. Μα το χάρηκα τόσο το ταξίδι. Εσύ τώρα πρέπει ν’ αποφασίσεις για σένα: θα μπαρκάρεις; Ιδού το ταξίδι, ιδού και το μπάρκο.»
«Εύκολα το λες, και καθόλου εύκολο δεν είναι.»
«Αλλοίμονο αν ήταν εύκολο φίλε μου!» γέλασε ο Μιχάλης, «τί να το κάνεις τότε;!»
Σώπασαν. Έπειτα από λίγη ώρα ο Μιχάλης αναστέναξε.
«Φαντάσου, ε, να μην πεινούσαμε ποτέ, πόσα θα είχαμε καταφέρει.»
«Για φαντάσου…» είπε εκείνος και χαμογέλασε.
«Δύσκολο και να το φανταστείς εδώ που τα λέμε, μα προσπάθησε να το σκεφτείς λίγο.»
«Να σου πω βρε Μιχάλη, δεν χρειάζεται να προσπαθήσω. Δες το βερεσέ που ‘χω στο μαγαζί. Θα νομίζεις πως ζω απ’ το κρασί, ούτε μπουκιά φαΐ!»
Γελάσανε παρέα – έπιασε τόπο το κέρασμα.
Ένιωθες πια το κρασί στο χώρο σε πλήρη δράση. Αλλού ζωηρές κουβέντες, φωνές και γέλια, κι αλλού μελαγχολία και περισυλλογή. Το πνεύμα του οίνου στην ατμόσφαιρα. Κοιτούσε αυτό το συνονθύλευμα ανθρώπων, όμοιων μα και τόσο διαφορετικών. Καθένας είχε μια ιστορία, μικρή ή μεγάλη, και κάποιο κρυφό παράπονο που δύσκολα τ’ ομολογούσε. Κι αυτός είχε, μα δεν είχε και τις λέξεις να το πει, να το συμμαζέψει απλά και ντόμπρα. Ήθελε να το πει, να βρει τις λέξεις• μα τέτοιες ώρες που να τις βρει. Βυθίστηκε στη σιωπή.
«Και… τελικά;» άρχισε πάλι ο Μιχάλης, «αποφάσισες;»
«Τί, τώρα πρέπει;»
«Ε τί. Θα περιμένεις πάλι γι’ αύριο; Νομίζεις πως το καράβι εσένα περιμένει; Αχ καημένε…»
«Μα εγώ δεν έχω ακόμα ορίσει πορεία.»
«Γιατί, πότε έγινες μωρέ καπετάνιος να ορίζεις πορείες;»
«Κι απλά έτσι, να μπω στο καράβι;»
«Περίμενε τότε στο λιμάνι, ναυαγός και γελοίος.»
«Σταμάτα.»
Μείνανε να κοιτιόνται. Ο Μιχάλης ανάβλυζε εκείνο το μίσος της αγάπης, που δύσκολα το καταλαβαίνουν οι νέοι. Και πώς να δώσει σ’ ένα νέο να καταλάβει πως η ζωή δεν τον περιμένει; Πως δεν τον παίρνει όσο σοβαρά αυτός νομίζει. Κι ο Μιχάλης ακόμα, παρά τα μπόλικα χρόνια του, δυσκολευόταν στιγμές στιγμές να το πιστέψει.
Αποτράβηξαν τα βλέμματά τους. Τον Μιχάλη τον κατέκλυσε μια βαριά μελαγχολία. Θυμήθηκε τον εαυτό του σε άλλες εποχές, προτού χάσει την πίστη του. Αυτό δεν μπορούσε να το πει σ’ εκείνον. Θα του το μάθαιναν άλλοι, πιο κατάλληλοι. Του πλάκωναν τη μιλιά πρόσωπα που γνώρισε στα ταξίδια. Μάτια που κοίταξε, και ύστερα χάθηκαν. Σύντροφοι και φίλοι, που μοιράστηκαν το ταξίδι, και τους πήρε το κύμα, κι έρχονται πάλι βράδια και τον βρίσκουν. Πώς ν’ αντέξει τόση μοναξιά μέσα σε τόσο πλήθος… Απόκαμε.
«Να μη τη χάσεις την πίστη σου μικρέ. Μα κι αυτή μόνη δεν αρκεί. Αφού το χρωστάς, γράφε, γράψε, μη σταματάς αφού δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Μόνο έτσι θα δικαιώσεις τα ζόρια σου, και θα διακρίνεις λίγο φως μέσα στη νύχτα. Μπορεί και να ‘ναι το ξημέρωμα μιας νέας μέρας. Συμβουλές άλλες δεν έχω. Σου είπα, πολλά γράμματα δεν ξέρω. Μόνο ξέρω πως όπου υπάρχει μεράκι, τίποτα κακό δε φυτρώνει.»
Εκείνος του έσφιξε το μπράτσο. «Σ’ ευχαριστώ,» είπε. «Είσαι καλός καπετάνιος.» Έδειξε τ’ άδεια ποτήρια: «ας πιούμε για το ταξίδι!»
«Όχι» απάντησε ο Μιχάλης. «Δε θα πιώ άλλο, φτάνει γι’ απόψε. Σ’ αφήνω, πάω σπίτι.»
«Καλά. Καληνύχτα καπετάνιε!»
«Καληνύχτα ταξιδιάρη.» Σηκώθηκε να φύγει.
«Αλήθεια δε γράφω καλά;» πρόλαβε να ρωτήσει εκείνος μ’ αγωνία.
Ο Μιχάλης κοντοστάθηκε. Χαμογέλασε κρυφά και γύρισε να τον κοιτάξει. «Ωραία γράφεις. Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί γράφεις. Όταν το μάθεις, θα φανεί κι αυτό.»
«Το χρέος μου;»
«Ναι. Όταν τ’ αγαπήσεις θ’ αρχίσει και η πληρωμή του. Ως τότε… ας είναι.»
Γύρισε και πήγε στον ταβερνιάρη. «Τί χρωστάω;»
«Τα δικά σου είναι 10.»
Έδειξε με το κεφάλι προς το τραπέζι που καθόταν εκείνος. «Βάλε και τα δικά του.»
«Τα δικά σου δικά σου και τα δικά του δικά σου;» σχολίασε ο ταβερνιάρης.
«Ναι, άστον. Ένα χρέος λιγότερο.» Πλήρωσε το λογαριασμό και βγήκε.
Κάποια ώρα αργότερα σηκώθηκε κι εκείνος. Η ταβέρνα έρημη. Πλησίασε τον ταβερνιάρη: «Ξέρεις, γράφτα κι αυτά.»
«Τί να γράψω;»
«Αυτά που χρωστώ για τ’ αποψινά.»
«Για τ’ αποψινά δεν χρωστάς.»
«Γιατί;»
«Τα πλήρωσε ο Μιχάλης.»
Εκείνος χαμογέλασε. «Ένα χρέος λιγότερο.»
Ο ταβερνιάρης τον κοίταξε. «Ναι, έτσι είπε κι αυτός,» παρατήρησε.
«Έτσι είπε;» Τα μάτια του έλαμψαν. «Ευχαριστώ, καληνύχτα.»
«Στο καλό,» είπε ο ταβερνιάρης και πήγε να συμμαζέψει.
Εκείνος βγήκε στους έρημους πια δρόμους. Η πολιτεία γύρω ξεκουραζόταν – και το φεγγάρι ετοιμαζόταν ν’ ακολουθήσει. Περπάτησε σιωπηλά ως το σπίτι. Ανέβηκε στο δωμάτιό του κι άνοιξε το παράθυρο. Η νυχτερινή δροσιά τού χάιδεψε το λαιμό και τα μαλλιά – καθάρισε το νου του.
Ένα γιατί λοιπόν. Αλήθεια, γιατί; Η απάντηση ήταν εκεί, μπροστά του, χρόνια τώρα: Γιατί πώς αλλιώς; Μα τον ζόριζε. Αν υπήρχαν άλλα, πιο αξιόλογα «αλλιώς», κι εκείνος δεν έβλεπε καθαρά; Όχι, αυτό δεν ήταν απάντηση, και το ‘ξερε. Ήξερε καλά το χρέος του: να αφηγηθεί μία δική του, κατά δική του ιστορία – την καταδίκη του στα ορυχεία της Ομορφιάς. Εκεί που βρίσκεις όλο το χρυσάφι του κόσμου.
Μα χωρίς ψωμί στο τραπέζι πώς να βγάλεις άχνα, πώς να σκάψεις; Στράφηκε και κοίταξε το καμαράκι του. Είχε χωρέσει πολύ κακομοιριά σε τόσο λίγο χώρο. Και το τραπέζι άδειο. Πλησίασε, κάθισε, και το κοίταξε με συμπόνια. Ψαχούλεψε στις τσέπες του, να βρει το μολύβι του. Εκεί το ‘χε πάντα, στο πουκάμισο, στην τσέπη της καρδιάς. Το ακούμπησε στο τραπέζι. Έψαξε και στις κωλότσεπες: εκεί φυλούσε μάτσο τα χρεόχαρτα• να βολεύεται όταν κάθεται. Τράβηξε ένα και κοίταξε με δισταγμό το ποσό. Ταλαντεύτηκε για μια στιγμή.
«Αύριο θα δούμε», είπε τέλος, «τώρα χρωστώ της ζωής.»
Γύρισε τη σελίδα κι έπιασε να γράφει.