Ο κλέφτης
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ᾽ οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ
ἄνθρωπος. ἀλλ᾽ ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ,
λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών.
[Εφήμεροι· τί είναι κανείς και τί δεν είναι; Ίσκιος ονείρου ο άνθρωπος.
Μα σαν τον βρει αίγλη θεόσταλτη,
φέγγος λαμπρό τον αγκαλιάζει,
κι είναι γλυκύτατη η ζωή του ανθρώπου.]
Πίνδαρος
Πυθιονίκαις (8.81-8.100)
Δεν πάει πολύς καιρός που άκουσα την ιστορία ενός εξαιρετικά αποτυχημένου κλέφτη. Ακόμα δεν έχω κατασταλάξει, αν ήταν τραγικός ή γελοίος. Μάλλον κάπου στη μέση θα βρίσκεται η αλήθεια. Σας τη μεταφέρω παρακάτω, και αφήνω τα συμπεράσματα στην κρίση σας.
Ήταν κάποτε ένας κλέφτης με μεγάλη μαεστρία στην τέχνη του. Όχι από κακία, μα από ενδότερη ανάγκη κι ευχαρίστηση, άρχισε νέος ακόμα να κλέβει λογιών λογιών πράγματα. Τα πρώτα του δειλά βήματα στην τέχνη της κλοπής τα έκανε στο σχολείο, με πενιχρά αποτελέσματα. Μολύβια, ξύστρες, μέχρι κάποιους σκούφους και κασκόλ, και κάπου κάπου καμιά δυο δεκάρες… Μικροί και εύκολοι στόχοι, δεν δυσκολεύτηκε να τους περιμαζέψει από τους τόσο αθώους ιδιοκτήτες τους. Μα γρήγορα έχασε το κέφι του. Ήθελε το ζόρι, τη σχολαστικότητα της εξαπάτησης, την αγωνία της πράξης, και την κρυφή κι ανομολόγητη χαρά της κλοπής. Έτσι άρχισε να βλέπει τα πράγματα αλλιώς – πράγμα που του άνοιξε διάπλατα το δρόμο της εντρύφησης στην τέχνη του – και αγάπησε το μέσο, αποσυνδέοντάς το από το σκοπό του. Έριξε όλο το βάρος στην εκλέπτυνση του τρόπου κλοπής, χωρίς να νοιάζεται ιδιαίτερα για τα κλεψιμαίικα καθαυτά. Μπρος στην τέχνη, τί είν’ ο πλούτος;
Εδώ θ’ αφήσω στην άκρη ορισμένες πτυχές της ιστορίας όπως μου τη μεταφέρανε για να μην αναλωθούμε σε λεπτομερή προσωπογραφία. Ωστόσο έχω ήδη αποτύχει να παραμείνω αντικειμενικός στην αφήγησή μου και οφείλω να δώσω ορισμένες σύντομες εξηγήσεις. Τον κλέφτη αυτόν τον έχω αρχής εξαρχής χαρακτηρίσει ως αποτυχημένο και πάνω σ’ αυτό θέλω να πω δυο κουβέντες. Σαν άκουσα την ιστορία του σκέφτηκα αμέσως πως σίγουρα πρόκειται για αποτυχημένο κλέφτη, γιατί ενώ τόσος κόσμος ήξερε γι’ αυτόν και αρκετοί μάλιστα μιλούσαν και με κάποιο θαυμασμό για τα έργα και τις ημέρες του, κανένας απολύτως δεν μπορούσε να με βεβαιώσει πως αυτός ο κλέφτης έζησε έστω και για λίγο πλουσιοπάροχα. Ποτέ δεν πιάστηκε και δεν του χρεώθηκε επισήμως καμία κλοπή, ωστόσο ο αστικός θρύλος δεν λανθάνει και μας βεβαιώνει πως πράγματι διέπραξε απρόσκοπτα κλοπές καθόλη τη ζωή του. Κι αν όσον αφορά το τέλος του δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα, υπάρχει μόνο τούτη η βεβαιότητα για τη ζωή του: έζησε πάντοτε πάμφτωχος. Επομένως, πως κι εγώ να μην το πω αποτυχημένο; Μου μοιάζει άδικος κόπος να κλέψεις τόσα και να μην τα χαρείς ποτέ σου. Ίσως να φταίει που εγώ μεγάλωσα με αρχές και η κλοπή παρέμεινε παιδιόθεν κάτι εντελώς έξω από την ηθική μου. Πολλά είπα όμως για μένα, η ιστορία μας αφορά τον κλέφτη.
Ξαναπιάνουμε λοιπόν την ιστορία λίγο παρακάτω. Περνώντας τα χρόνια, ο κλέφτης αυτός έμοιαζε ολοένα πιο παράλογος κι εμμονικός. Έφτασε μάλιστα να απορροφηθεί σε τέτοιο βαθμό με την εκλέπτυνση της τέχνης του, που αδιαφορούσε παντελώς που είχε μείνει στον άσσο. Πεισμωμένος, δεν επέτρεπε πλέον στον εαυτό του να κλέβει τα προφανή και ευρέως διαθέσιμα τιμαλφή της πόλης μας, επιδεικνύοντας μιαν ανεξήγητη αδιαφορία. Συνέχιζε εμμονικά να προσπαθεί να εξελίξει την τέχνη του τόσο που είχε θέσει τον πήχη πολύ ψηλά, πάνω από τα πολύτιμα των ανθρώπων πράγματα. Έλεγες πως προσπαθεί ώστε μια μέρα να μπορέσει να κλέψει το ίδιο το φεγγάρι, παρά να μπει στις θυρίδες της τράπεζας σα σκιά, να τα σηκώσει όλα και να φύγει κύριος από την πόρτα – πράγμα που αυτός, με λίγη σοβαρή εξάσκηση, θα το κατάφερνε αναμφίβολα. Αυτή του η αφοσίωση φυσικά του κόστιζε τρομερά στον βιοπορισμό του. Μέρα με τη μέρα φτώχαινε ολοένα, στα όρια της πιο λυπηρής κακομοιριάς.
Μια από κείνες τις μέρες λοιπόν – Κυριακή ήτανε, δε ξέρω γιατί επέμεναν σ’ αυτή τη λεπτομέρεια, μη με ρωτάτε – μην έχοντας τ’ οτιδήποτε πια στο καμαράκι του να φάει ούτε έστω να τον απασχολήσει για να σπάσει την ανία του, βγήκε για βόλτα στην πόλη.
Πήγε και στάθηκε απέναντι από το μεγάλο αρχοντικό εδώ παρακάτω στο δρόμο μας, εκεί όπου είχε περάσει αρκετές μέρες και νύχτες να παρατηρεί. Γνώριζε πλέον τις περισσότερες από τις συνήθειες των ενοίκων – ακόμα κι από εκείνες που έχουν οι άνθρωποι χωρίς να τις καταλαβαίνουν. Είχε μάθει πια πώς κοιτούσε αυστηρά ο πατέρας τα πρωινά έξω στο δρόμο, επιτηρώντας τη μέρα που ξημέρωνε προτού φύγει για τη δουλειά. Κι αργά το απόγευμα που γυρνούσε, πόση χαρά και στοργή τον πρόσμενε στο σπίτι. Εκεί που μπορούσε να ξεκουραστεί λίγο στο σαλόνι μετά το βραδινό, να ανταλλάξει λίγες κουβέντες με την οικογένεια κι έπειτα να ξεκουραστεί. Είχε μάθει και πώς άνοιγε εκείνο το παράθυρο τα μεσημέρια η μητέρα – κι αρώματα γεμίζανε τη γειτονιά από εξαίσιες συνταγές και πεντακάθαρη μπουγάδα. Πάντα φρέσκο και χαρωπό ήταν αυτό το σπίτι, καθρέφτισμα της μητέρας. Είχε μάθει ακόμη το γέλιο της κόρης καθώς έφευγε το πρωί για το σχολείο με τις φίλες της, κι όταν γυρνούσε το μεσημέρι γέμιζε χαρά το σπίτι. Και πώς τ’ απογεύματα αγνάντευε η κόρη μέσα από τις κουρτίνες με βλέμμα ανήσυχο και φλογισμένο τους νέους της πόλης που γυρνούσαν από τη βόλτα τους.
Το αναγνώριζε εκείνο το βλέμμα. Το είχε πάρει από τη μητέρα της. Θυμόταν κάποτε αυτό το βλέμμα να προσμένει εκείνον, μικρός ακόμα αυτός, μικρή κι εκείνη. Θυμόταν ακόμα τον ενθουσιασμό, το σφίξιμο στο στομάχι, τις ιδρωμένες παλάμες. Ποτέ δεν είχε νιώσει εκείνη την αγωνία που είχε τότε κάθε φορά που πήγαινε για να τη δει, ούτε και στις μεγαλύτερες κλοπές του. Καμία στιγμή δεν μπορούσε να συγκριθεί μ’ εκείνες τις στιγμές της νεανικής κάψας. Μα πάει πολύς καιρός από εκείνες τις στιγμές, και το βλέμμα πια δεν είναι εκεί γι’ αυτόν. Τα χρόνια περάσανε και η γυναίκα παντρεύτηκε, έμεινε με τον άντρα της, έγινε μητέρα. Αυτός δεν μπορούσε να τα προσφέρει αυτά – και η κοπέλα το κατάλαβε αυτό νωρίς, και την πονούσε. Έδωσε χρόνο, μα ο χρόνος κανέναν δεν περιμένει. Ώσπου μια μέρα πήγε εκείνος να τη βρει και βρήκε την κουρτίνα της κατεβασμένη. Δεν παραμέρησε ποτέ ξανά αυτή η κουρτίνα, ούτε φάνηκε η κοπέλα στο παράθυρο να του ρίξει έστω μόνο μια ματιά, ένα νεύμα. Η κλωστή κόπηκε και ο καθένας τράβηξε το δρόμο του.
Πόσο λαχταρούσε τώρα να μπει σ’ αυτό το σπίτι. Όχι για να κλέψει, παρά για να νιώσει για μια στιγμή όλα αυτά που δεν ένιωσε ποτέ του. Μα δεν του πήγαινε η καρδιά να μπει. Κι ας ήξερε, κι ας μπορούσε. Ο πατέρας έλειπε, η γυναίκα είχε πάει επίσκεψη, και η κόρη ήταν βόλτα με τις φίλες της. Το σπίτι ήταν άδειο και στέκονταν μπροστά του αθώο, χωρίς παράθυρο ή πόρτα που να μη μπορεί να διαβεί η τέχνη του. Όμως δεν τ’ αποφάσιζε να μπει. Τον ξένιζε εκείνη η θαλπωρή που ανέδυε, η νοικοκυροσύνη και η φροντίδα. Ήταν εικόνες τόσο μακρινές για κείνον που του προκαλούσαν μιαν αφόρητη μελαγχολία, και μιαν αποστροφή για τον εαυτό του. Ένιωθε βαθιά μέσα του πως εκεί μέσα, σ’ ένα τέτοιο σπίτι, εκείνος θα ήταν για πάντα ξένος. Τί δουλειά είχε να μπλεχτεί; Γιατί ν’ αναστατώσει εκείνο το σπίτι με την απρόσκλητη επίσκεψή του; Αυτός ανήκε στους δρόμους, στο κρύο, τον αέρα και τις σκιες. Η σκέψη πως με την εισβολή του σ’ εκείνο το σπίτι θα γκρέμιζε μονομιάς την αθωότητα και τη γαλήνη εκείνης της οικογένειας – και τί θα σκεφτόταν εκείνη; θα τον υποπτευόταν; – τον στενοχωρούσε αφάνταστα. Έτσι πήρε γρήγορα πάλι το δρόμο.
Έφτασε στην πλατεία. Εκεί περνούσε κόσμος πολύς. Όλοι στους δρόμους – μικροί και μεγάλοι, φτωχοί και ματσωμένοι, καθένας απολάμβανε τη βόλτα του. Κι όπου κόσμος πολύς, εκεί και πορτοφόλια, τσάντες, τιμαλφή. Πολλά και διάφορα, περνούσαν μπροστά του και ένιωθε πως αρκεί να άπλωνε το χέρι του και θα μπορούσε να τ’ αγγίξει όλα. Δεν του ήταν κόπος, ούτε και θα τον έπαιρναν χαμπάρι, παρά όταν θα ήταν πια πολύ αργά. Παρά τη γιορτινή διάθεση, οι άνθρωποι ήταν και σήμερα σκυφτοί, βιαστικοί κι αφηρημένοι, νωχελικοί και ξεχασμένοι. Ήταν τόσο εύκολος στόχος για κείνον. Το να τους αποσπάσει κάποια από τα τόσο πολύτιμα αντικείμενά τους θα ήταν γι’ αυτόν σα παιχνίδι. Μα δεν του ‘κανε κέφι – δεν άξιζε τον κόπο του• είχε περάσει τόσος καιρός πια που δεν του ‘κανε κέφι να βουτάει σ’ αυτή την κινούμενη μάζα και να αναδύεται με κάποια κλοπιμαία, άγνωστος μέσα στο πλήθος, άλλος ένας περαστικός που κοιτάει τη δουλειά του. Μόνο στις μεγάλες βαρεμάρες ή στις πολύ μεγάλες πείνες, αλλά και τότε σπάνια και μόνο για να βάλει μετά μια μπουκιά στο στόμα. Άλλωστε, σκεφτόταν, τί κέφι έχει να κλέψει πράγματα που δεν ανήκαν σε κανέναν τους; Όλοι κρατούσαν πάνω τους σφιχτά τα πορτοφόλια και τις τσάντες τους, τα κοσμήματα και τα παλτά τους, πιστεύοντας πως ήταν όλα αυτά τόσο δικά τους, που ήταν αδύνατο να τους τα αφαιρέσει κανείς. Τα νοιάζονταν όλα τόσο πολύ και είχαν μια κρυφή αγωνία πίσω από τα χαμόγελα και τα πολυάσχολα βλέμματα: τα πράγματά τους. Χαλάλι τους, καθόλου κέφι δεν του έκανε. Αυτός ζητούσε να κλέψει άλλα, αξιότερα – δεν είχε χρόνο για τέτοια πράγματα. Εκείνος αποζητούσε να κλέψει μια παθιάρικη λέξη, ένα ευγενικό βλέμμα, έν’ άγγιγμα γλυκό, μιαν αγκαλιά ζεστή – έστω κι από απόσταση, έστω κι ας μην ήτανε για κείνον. Θα τον χόρταινε περισσότερο κι από ψωμί. Μα όσο κι αν καραδοκούσε, ήξερε πια από πείρα πως αυτά εμφανίζονταν πολύ σπάνια, και μόνο ως μουτζούρα, μέσα στο πλήθος των ανθρώπων. Εδώ οι πεινασμένοι για λίγη ανθρωπιά μένανε νηστικοί. Έτσι, μην έχοντας την υπομονή, ή τη βαρεμάρα, για ματαιότητες, έφυγε κι από εκείνο το χαμένο παιχνίδι.
Περπάτησε αργά στους δρόμους, κάτω από τον απογευματινό ήλιο, ως που έφτασε μπρος στην είσοδο μιας εκκλησίας. Δίστασε για μια στιγμή, κοίταξε τριγύρω του κι έπειτα έσπρωξε την πόρτα. Άνοιξε σιγά και γλίστρησε σα σκιά ως τη μέση του ναού. Από τη χαραμάδα της πόρτας έμπαινε τώρα το τελευταίο φως της μέρας δίνοντας ένα χρώμα βαθυκόκκινο στις εικόνες και τα πράγματα στο χώρο – έμοιαζε ο τόπος γύρω του να φλέγεται σιωπηλά, κάρβουνα που αργοσβήνουν. Ανατρίχιασε. Μέσα σ’ εκείνη την φλογισμένη σιωπή τον έπιασε το παράπονο κι αποφάσισε να μιλήσει.
«Εσύ που κάποια μέρα θα με κρίνεις για τα κρίματά μου, πρόσεξε σ’ αυτό μόνο να μη με αδικήσεις: κοίτα να ζυγίσεις και τα ευεργετήματά μου. Έχω κλέψει από κόσμο σωρό, τους έχω κατακλέψει, μα ό,τι κι αν απόχτισα καθόλου για μένα δεν το κράτησα. Στα δικά μου μάτια, τον κόσμο δεν τον ζημίωσα καθόλου. Κι αν για κάτι με κατηγορούν είναι πως κατάφερα να πάρω πράγματα. Αυτά τους ενόχλησαν που χάσανε. Μα Σε ρωτώ Εσένα που βλέπεις τα πράγματα από ψηλά και μακριά: τί αξίζουν κι αυτά στο τέλος; Πράμα. Ενώ γι’ αυτά που εγώ πραγματικά γύρευα να κλέψω, σκέψεις, λέξεις, συναισθήματα, γι’ αυτά καθόλου δεν με κατηγορούν για κλέφτη… Αυτά δεν τα νιώθουνε οι άνθρωποι δικά τους. Και νομίζουν πως κανείς δεν μπορεί να τους τα κλέψει και πως δεν αξίζουν πραγματικά. Μα κάνουν όλοι τους λάθος. Αυτά είναι τα σπουδαιότερα κλοπιμαία. Και δεν καταλαβαίνουν πως και όλοι τους κλεμμένα τα ‘χουν. Αυτά τα τόσο ουσιαστικά, τις λέξεις και τις σκέψεις, τα συναισθήματά τους, τα ανείπωτα και τα αποσιωπημένα, αυτά είναι τα πιο πολύτιμα – μα και τα πιο αφύλακτα. Ποιός νοιάζεται; Ποιός τα φροντίζει; Τα αφήνουν στην άκρη και τα ξεχνούνε, και όταν φτάσει ο κόμπος στο χτένι, έχουν πια ξεχάσει που τα έχουν κρύψει. Κι έτσι παραμελημένα σαπίζουν και σβήνουν. Έρχεται στο τέλος ο καιρός να τα κλέψει και να τα σκορπίσει στους πέντε ανέμους. Μάρτυρας μου λοιπόν ο καιρός και όλοι οι ανθρώποι, μπορεί να με λένε κλέφτη, μα Εσύ που βλέπεις καθαρά, χρέωσέ μου τουλάχιστον και τα άλλα, τα κρυφά που γύρεψα. Αυτά τα τόσο πολύτιμα γύρευα να κλέψω: να τα βγάλω από τη σαπίλα και την ξεχασιά, και να τα φέρω πάλι στο φως. Κι αυτά ακόμα δεν τα ‘θελα για πάρτη μου: να τα δώσω πίσω στους ανθρώπους γύρευα. Μα είμαι ένας φτωχός λωποδύτης και δεν έμαθα ποτέ τον τρόπο να τα δώσω πίσω. Τα κουβαλώ μέσα μου και με βαραίνουν, με πνίγουν και δεν μπορώ ν’ ανασάνω. Τα ‘χω βάρος στο λαιμό, και δεν ξέρω πώς να λυτρωθώ. Πώς να δώσεις κάτι πίσω σε κάποιον που δεν ήξερε ποτέ πως είναι δικό του; Γι’ αυτό ρωτάω Εσένα. Γιατί ξέρω πως μίλησες για την Αγάπη, και νιώθω πως αυτός είναι ο τρόπος και ο δρόμος. Αλλά δεν ξέρω πια… Μεγάλωσα και κουράστηκα. Γι’ αυτό Σου ζητάω πάλι τούτο: να μη με αδικήσεις. Κράτα τον ακέραιο το λογαριασμό: γράφτα όλα, ή τίποτα. Και αυτά που έκλεψα και αυτά που γύρευα να σώσω. Όσα στέρησα από τους ανθρώπους και όσα πάλεψα να τους χαρίσω. Θα κριθώ ολόκληρος – αυτό είναι η Αγάπη, εγώ έτσι την κατάλαβα.»
Κάθισε κουρασμένος. Στην εκκλησία είχε πια σκοτεινιάσει και τα μικρά κεριά παλεύανε με το σκοτάδι. Το βάρος στο λαιμό ήταν ακόμα εκεί έντονο, όπως πρώτα. Προσπάθησε να μην το σκέφτεται κι άρχισε να παρατηρεί το χώρο. Κοίταξε τις φλόγες στα κεριά, με το μικρό, δειλό, τόσο χαριτωμένο χορό τους. Τις σκιές που πέφτανε τριγύρω, πώς χορεύανε κι αυτές με τα πράγματα στο χώρο. Ένιωσε οικεία – εικόνες γνώριμες για έναν άνθρωπο που είχε εξοικειωθεί από μικρός με τις σκιές. Μ’ απόψε ήταν πολύ μελαγχολικός για ν’ αντέξει το σκοτάδι. Σηκώθηκε και βγήκε στο φως του φεγγαριού να κρυφτεί απ’ το σκοτάδι.
Περπάτησε αδιάκοπα ως την άκρη της πόλης, κι ακόμα δεν σταμάτησε. Ήξερε από ένστικτο πού πήγαινε. Έξω από την πόλη, στο μικρό δάσος με τη λίμνη. Εκεί που μικρός έπαιζε με τους παιδικούς του φίλους, τις ώρες που το σκάγανε από το σχολείο. ΄Η τα καλοκαίρια όταν ερχόντουσαν και κάνανε μπάνιο στη λίμνη. Μα πιο πολύ τον έδενε μ’ αυτό το μέρος η εποχή που ερχόταν εκεί με την γυναίκα εκείνη – εκείνη που τώρα δεν τολμούσε να πλησιάσει. Εδώ, ανάμεσα σ’ αυτά τα δέντρα είχαν δώσει τα πρώτα τους φιλιά, τις εποχές του ακατανίκητου πάθους. Είχαν ξαπλώσει πάνω στα χορτάρια αγκαλιασμένοι, σαν την πρωινή δροσιά, και είχαν σκορπίσει τα γέλια και τα δάκρυά τους ανάμεσα στα λουλούδια του δάσους. Μέσα στην αποψινή σιωπή θαρρούσε πως μπορούσε να τα ακούσει πάλι όλα.
Τίναξε το κεφάλι του να διώξει τις αναμνήσεις και κοίταξε ψηλά. Είδε τα κλαδιά από πάνω του, σα φλέβες πάνω στο νυχτερινό ουρανό, να τον διαπερνούν χαρακωμένο. Ανάμεσά τους τ’ αστέρια να πλέουν νωχελικά, ψηλά και τόσο μακριά – αδιάφορα για τους έρωτες και τη μελαγχολία των ανθρώπων, κι ας έχουν αντίθετοι άποψη αυτοί. Παίζανε κι απόψε κρυφτό με τα δέντρα, μια να χάνονται πίσω από τα φύλλα, μια να εμφανίζονται ξανά, στο ίδιο ακριβώς σημείο που τα είχες αφήσει, λες και σε περίμεναν να τα προφτάσεις πάλι. Μα εκείνος δεν ήθελε να προφτάσει τίποτα, γύρευε μόνο να ξεφύγει. Προχώρησε μέσα στο δάσος ώσπου έφτασε στη λίμνη. Ήρεμη κι αδιάφορη, δεχόταν τις αντανακλάσεις στο δέρμα της ατάραχη, καθρεφτίζοντας σχεδόν τέλεια την ηρεμία της νύχτας. Έσκυψε, και βύθισε τις χούφτες του στο δροσερό νερό, ταράσσοντας την ησυχία του. Ήπιε για να διώξει τον κόμπο απ’ το λαιμό μα δεν καθάρισε. Πώς άλλωστε; Ούτε τις προηγούμενες φορές είχε πιάσει, τί είχε αλλάξει τώρα; Τα ίδια και τα ίδια. Κοίταξε το πρόσωπό του στα ταρακουνημένα νερά. Ρυτίδες παντού, στο νερό και το πρόσωπο, και οι μικροί κυματισμοί του νερού σέρναν τον αντικατοπτρισμό του ως τις άκρες της λίμνης μέσα σε μια καθησυχαστική ησυχία.
Ξάφνου, άκουσε πίσω του ένα θρόισμα και ελαφριά, βιαστικά βήματα. Στράφηκε, με το νερό να λαμπυρίζει ακόμα μέσα στα γένια του. Δεν ήταν δυνατόν! Όνειρο! Δεν μπορεί να είναι εκείνη… Η φαντασία του τού έπαιζε παιχνίδια. Έμοιαζε με στοιχειό του δάσους, με τα φουντωτά μαλλιά της, και το ανάλαφρο ντύσιμό της. Ήταν πράγματι όμορφη, όπως τότε.
-Εσύ; ρώτησε ταραγμένος.
-Ναι, εγώ… απάντησε αβέβαια εκείνη.
-Τί… τί θέλεις;
-Τί δηλαδή, του απάντησε σιγανά μα πιο βέβαια τώρα εκείνη, μόνο εσύ μπορείς να με παρακολουθείς νομίζεις;
Προσπάθησε να συγκεντρώσει τη σκέψη του.
-Εγώ.. έχω τους λόγους μου. Εσύ τί ζητάς από μένα; της απάντησε και σκούπισε τα νερά από τα γένια του.
-Έχω κι εγώ τους λόγους μου.
-Και γιατί… εδώ; Γιατί με ακολούθησες εδώ, σ’ αυτό το μέρος;
Εκείνη χαμογέλασε γλυκά.
-Πού αλλού καλύτερα;
-Πουθενά. Εννοώ… Καλύτερα όχι, καλύτερα να μην… Δεν έχουμε κάτι να πούμε.
-Είχες καιρό να έρθεις κάτω από το σπίτι.
-Τί;
-Είχα καιρό να σε δω, του είπε με μια στοργή που τον γύρισε πολλά χρόνια πίσω, σε τούτο πάλι το δάσος.
Εκείνος δεν απάντησε. Ένιωθε πως δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του, πως ήταν άλλος. Αφέθηκε στον ήχο της φωνής της, στο άρωμά της, στη ματιά της. Μέσα εκεί έχανε ξανά τον έλεγχο, όπως τότε. Ένιωσε πάλι νέος, πολύ νέος.
-Λυπάμαι να σε βλέπω έτσι, του είπε δυναμώνοντας τη στοργή στη φωνή της.
-Θα αλλάξω, απάντησε μηχανικά εκείνος. Θα δεις, θα αλλάξω.
-Όχι, δεν θα αλλάξεις. Πραγματικά λυπάμαι να σε βλέπω σε αυτήν την κατάσταση, μετά από τόσα χρόνια. Σα να μην πέρασε μια μέρα… Χρειάζεσαι βοήθεια;
-Όχι.
-Γι’ αυτό ερχόσουν στο σπίτι;
-Όχι, όχι. Δεν χρειάζομαι βοήθεια, είμαι καλά. Και στο σπίτι σου ερχόμουν… όχι για βοήθεια, όχι. – Έψαχνε τις λέξεις – Δεν ήξερα πως μένεις εσύ εκεί…
Εκείνη γέλασε με την αθωότητά του.
-Καλά… Δεν ήξερες πως μένω εκεί. Και δεν θέλεις βοήθεια. Τότε δεν μπορώ να σε βοηθήσω, αν και το θέλω πολύ. Αν… ποτέ με χρειαστείς… τώρα ξέρεις που μένω.
-Ναι, ξέρω.
-Μπορείς και να χτυπήσεις την πόρτα ακόμα. Μην κάθεσαι έξω. Δεν είσαι ξένος.
Η τελευταία λέξη του ξύπνησε πάλι την παλιά πληγή. Ξένος. Κι όμως ήταν ξένος, για όλους, ακόμα και για τον εαυτό του. Δεν υπήρχε τόπος που να αποκαλεί σπίτι του. Η πληγή μάτωσε ξανά.
-Είμαι όμως κλέφτης. Και δεν έχω θέση στο σπίτι σου. Μην ανησυχείς, δεν θα με ξαναδείς, έχεις το λόγο μου. Δεν ήθελα να σε αναστατώσω. Να σου πω την αλήθεια, ούτε και ξέρω γιατί ερχόμουν… Κάτι με τραβούσε. Μα τώρα κατάλαβα πως αυτός ο κύκλος έχει κλείσει προ πολλού.
-Δεν χρειάζεται να το λες αυτό, τον διέκοψε.
-Όχι, όχι, έτσι είναι. Τα χρόνια πάνε πια, περάσανε. Έχεις οικογένεια, έχεις μια πανέμορφη κόρη, γεμάτη χάρη. Εγώ είμαι ένας κλέφτης, δεν έχω θέση μ’ αυτά.
-Οι φήμες πάντως λένε πως είσαι ένας εξαιρετικός κλέφτης, του είπε πειραχτικά.
-Πράγματι, είμαι. Κι ας με έχεις πάρει χαμπάρι προ πολλού, είπε γελώντας.
-Εγώ ξέρω πού να σε ψάξω, του είπε γλυκά.
Εκείνος δίστασε. Μετά από τόσα χρόνια κι εκείνη η γλύκα ακόμα του έκοβε τα γόνατα.
-Εν πάσει περιπτώσει, είπε εν τέλει, σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου, γύρνα στην οικογένειά σου και να πάρω κι εγώ το δρόμο μου. Έπιασε και ψύχρα, γύρνα σπίτι.
-Θα σε ξαναδώ;
-Μόνο αν αλλάξω, είπε σκεφτικός.
-Άρα να σου πω αντίο, απάντησε εκείνη λυπημένη.
-Ναι, καλύτερα έτσι, καλύτερα αντίο. Ξέρεις… ξέρω πως μοιάζει ανόητο, σα να μην πέρασε μια μέρα, μα θα το ξαναπώ όπως το έλεγα και τότε. Την αγάπησα πραγματικά την κλοπή. Όχι από κάποια αίσθηση δύναμης, ή σαδισμό. Το συναίσθημα της εξαπάτησης έχει κάτι το απερίγραπτο, το συγκινητικό. Το να ξέρεις πως δεν υπάρχουν για σένα εμπόδια, πως κάθε άνθρωπος είναι βιβλίο ανοιγμένο για σένα, και πως έχεις πρόσβαση σε κάθε τι που του ανήκει, είναι κάπως απελευθερωτικό. Είναι τρομερά απελευθερωτικό να γίνεσαι σκιά και να χάνεσαι. Όταν μάθεις να μην έχεις πρόσωπο, τότε ο κόσμος παύει να έχει όρια. Και αν έμεινα μπατίρης και ρεμάλι είναι γιατί έχω από καιρό καταλάβει το εφήμερο των πραγμάτων και καθόλου δε με νοιάζει. Μου αρκεί που έμαθα να ζω πέρα από τα όρια, να γλιστράω αδιάκοπα ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι.
-Χαίρομαι που αγαπάς ακόμα την τέχνη σου. Ξέρεις κι εσύ πως ποτέ δεν μπόρεσα να το καταλάβω ή να το αποδεχτώ, μα, αλήθεια, ακόμα και σήμερα σε θαυμάζω για την αφοσίωσή σου. Είσαι καλός άνθρωπος. Με τόσο μεράκι θα μπορούσες… θα μπορούσες να ζεις τόσο διαφορετικά σήμερα. Να φέρεις τα πράγματα εντελώς αλλιώς. Αρκεί να το διοχέτευες κάπου αλλού.
Ο κλέφτης χαμογέλασε συγκαταβατικά. Ξαναζούσαν τον παλιό καιρό, τις παλιές κουβέντες. Τελικά δεν είχαν αλλάξει και πολλά, είχε δίκιο.
-Ας είναι. Μπορεί να ήταν αλλιώς, μα δεν είναι καθόλου αλλιώς. Είναι όπως είναι. Αγάπησα την τέχνη μου, κι ας μην μου έδωσε ένα ζεστό σπίτι ή… ή όλα αυτά τέλοσπαντων που δεν απέκτησα ποτέ μου. Ίσως αργότερα… ίσως… προλαβαίνω! Ποιος ξέρει;!, είπε χαμογελώντας κρυφά.
-Στο χέρι σου είναι! Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό. Και αν αποφασίσεις να μην κρατήσεις το λόγο σου… ξέρεις που θα με βρεις. Να γνωρίσεις και τον άντρα μου και την κόρη μας. Θα σε συμπαθήσουν σίγουρα. Τους έχω μιλήσει για σένα.
-Αλήθεια; Τους έχεις πει πως είμαι κλέφτης;
-Ναι, και πως κάποτε μου είχες κλέψει την καρδιά, απάντησε γελώντας. Μα μου την έδωσες πάλι πίσω. Λίγο πιο όμορφη, λίγο πιο γεμάτη. Γι’ αυτό δεν μπορώ παρά να σ’ ευχαριστώ.
-Κι εγώ σ’ ευχαριστώ. Μα τώρα θα σε αφήσω. Καληνύχτα!
-Δε θα με συνοδεύσεις μέχρι πίσω;
-Δεν γυρίζω πίσω.
-Και πού θα πας;
-Εκεί που δεν με ξέρουν, εκεί που δεν έχω ακόμα αγαπήσει.
Μετά αποχαιρετιστήκανε και τράβηξε ο καθένας το δρόμο του. Εκείνη γύρισε σπίτι μελαγχολική και αλαφιασμένη. Εξαιτίας της έφευγε; Μήπως δεν έπρεπε να του είχε μιλήσει; Δεν αρκούσε που τόσο καιρό απλά τον έβλεπε; Και γιατί δεν είπε ποτέ γιατί ερχόταν σπίτι της; Είναι σίγουρη πως τον είδε γιατί εκείνος θέλησε να τον δει. Αλλιώς οπωσδήποτε δεν θα τον παρατηρούσε ποτέ. Με τέτοιες μπερδεμένες σκέψεις έφτασε μέχρι το σπίτι της, και κλείνοντας την πόρτα της έριξε μια κλεφτή ματιά απέναντι. Άδικα.
Ο κλέφτης τράβηξε πράγματι το δρόμο προς την αντίθετη. Πήγε σε άλλη πολιτεία και συνέχισε να εξασκεί την τέχνη του, λίγο πιο ανάλαφρος. Ή τουλάχιστον έτσι είπανε. Ποιος ξέρει; Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει κι έτσι τα ίχνη του έσβησαν. Έμεινε μόνο η ιστορία αυτή να τον θυμίζει. Ίσως μάλιστα και αυτή η ιστορία να είχε σβήσει αν δεν συνέβαινε κάτι πραγματικά παράξενο πριν λίγες μέρες.
Η γειτόνισσα, λένε οι φήμες, έχασε εκείνη τη φωτογραφία που είχαν στο σαλόνι τους. Εκείνη που την έδειχνε νέα, τότε, πριν γεννήσει την κόρη της, και πριν ακόμα παντρευτεί. Ήταν πολύ όμορφη από τότε, και είχε μιαν ακαταμάχητη φρεσκάδα. Αυτή την εικόνα έχασε και λυπήθηκε τόσο πολύ. Μα το παράξενο στην είδηση είναι τούτο: ο άντρας της επιμένει πως η εικόνα αυτή κλάπηκε, και καθόλου δεν χάθηκε. Είναι μάλιστα τρομερά εκνευρισμένος, και διπλοκλειδώνει πόρτες και παράθυρα πλέον. Δεν του βγάζεις από το μυαλό πως την εικόνα αυτή την πήρε κάποιος κλέφτης.