Πόρτες
Μου προκαλούν ένα ιδιαίτερο δέος οι παλιές πόρτες. Μου θυμίζουν, αυθόρμητα, περάσματα, απ’ τα οποία μπορεί κανείς να διαβεί με τη Φαντασία σε μύριους άλλους κόσμους.
Κοιτάζοντας μια παλιά πόρτα ταξιδεύω άξαφνα σ’ ένα άγνωστο παρελθόν, όπου βλέπω να εμφανίζονται ξαφνικά άνθρωποι, εντελώς άγνωστοι σε μένα και στην πλειονότητά μας. Παρόλα αυτά, τόσο ζωντανοί – πλανεύτρα Φαντασία. Άνθρωποι που έζησαν ίσως κάποτε, και διαβήκανε αυτήν την πόρτα. Αναρωτιέμαι μόνος μου: βγαίνοντας από αυτήν την πόρτα, τί κόσμο αντικρύζανε; Υποθέτοντας χρονικά την περίοδο ακμής αυτής της πόρτας χρησιμοποιώ τις ελάχιστές μου γνώσεις ιστορίας για να χτίσω τριγύρω μου, σαν σε ταινία, το σκηνικό της εποχής. Ομολογώ, αρκετά παραποιημένο καθώς με επηρεάζει μια έμφυτη μελαγχολική νοσταλγία για τα περασμένα.
Φαντάζομαι απλοϊκές σκηνές κάποιας περασμένης εποχής, με ανθρώπους ασυνείδητα δεμένους στην αλυσίδα της ανθρώπινης ιστορίας. Σαν τα χορευτικά βήματα στην άμμο της ανθρωπότητας, που παλεύει να τα σβήσει ο χρόνος. Να τους διαπερνάει μιαν αόρατη ρίζα που κάποτε ξεκίνησε και φτάνει ως τα τώρα. Ριζωμένη μέσα μας, ζητώντας να ανθίσει.
Φτιάχνω σκηνές με ανθρώπους αφιερωμένους στον καθημερινό τους μόχθο, ευχαριστημένους με τη ζωή τους, ταπεινούς και γεμάτους ενδιαφέρουσες ιστορίες. Μια ζωή άλλη, δίχως άγχη και φόβο. Ξέρω πως αυτές μου οι σκηνές είναι κατάφωρα ανακριβείς κι αναληθείς, μα δική μου η Φαντασία, ό,τι θέλω φτιάχνω. Δεν είναι πως έτσι θέλω να έχει συμβεί, μα έτσι όπως θα ‘θελα να συμβαίνει – στον δικό μου κόσμο.
Έπειτα προσπαθώ να φανταστώ τί αντικρύζανε μπαίνοντας σ’ αυτήν την πόρτα. Πώς ήταν η ζωή πίσω από αυτήν την παλιά πόρτα; Πώς κυλούσε; Ποιες αγωνίες, ποιες ανησυχίες, ποια όνειρα κουβεντιάζονταν όταν έκλεινε αυτή η πόρτα; Θέλω να πω, πόσο διαφορετικοί εν τέλει υπήρξαν από εμάς; Και τους βρίσκω πάντοτε απρόσμενα συγγενείς μου.
Τους νιώθω δηλαδή να τρέχουν στο αίμα μου. Κομμάτι κι αυτοί, κι ανθοί, εκείνης της ρίζας. Ταπεινά λουλούδια σε έναν απέραντο κάμπο, όπου κάτω από τα χώματά του είναι θαμμένοι όλοι αυτοί που πέρασαν, κι εμείς τώρα προχωρούμε πάνω του. Δεν είναι τελικά τόσο μακρινοί μας, ούτε και τόσο ξένοι. Περάσανε κάποτε και τώρα μας περιμένουν.
Μα η Φαντασία μου αντέχει ακόμα, και δεν μένει κολλημένη σ’ όσα πέρασαν. Κάνοντας κάτι που θα μπορούσε να περιγραφεί κι ως άλμα πίστης, δίνει νέα πνοή στις παλιές πόρτες. Δημιουργεί αίφνης νέες προοπτικές όπου οι παλιές πόρτες ζωντανεύουν πάλι για να με μπάσουν σε καινούργιους, δυνατούς κόσμους. Αρκεί λίγη καλή θέληση και μια χαρούμενη διάθεση για να φανταστώ νέες ιστορίες να γεννιούνται γύρω από αυτές τις πόρτες. Ανακαινισμένες, αναστυλωμένες, φρεσκαρισμένες να γίνονται πάλι πέρασμα σε ένα απροσδόκητο μέλλον. Σε κάποιο κόσμο εντελώς διαφορετικό, με ανθρώπους αφιερωμένους στον καθημερινό τους μόχθο, ευχαριστημένους με τη ζωή τους, ταπεινούς και γεμάτους ενδιαφέρουσες ιστορίες.
Σε τέτοια μονοπάτια της Φαντασίας με μπάζουν οι παλιές πόρτες. Περάσματα σε άλλους κόσμους που χορεύουν διαρκώς γύρω μας. Αρκεί να τους αντικρύσουμε. Αρκεί να τους ανοίξουμε την πόρτα και να τους υποδεχτούμε.
Πώς αλλιώς; Οι πόρτες πρέπει να μένουν ανοιχτές, αλλιώς τα σπίτια ρημάζουν. Και πρέπει ακόμα να μένουν ανοιχτές για να μπορούμε να αντικρύζουμε το απροσδόκητο μέλλον.
Αρκεί λίγη καλή θέληση και μια χαρούμενη διάθεση.