Προθάνατον ζωή
Έπεσα πάλι πάνω πρόσφατα σ’ αυτή την τετριμμένη, ειδικά στους κύκλους της φιλοσοφίας, ερώτηση: Υπάρχει ζωή μετά το θάνατο;
Κοινότοπη πλέον, απαντημένη αρκετές φορές, από ποικίλες απόψεις, και με διάφορους τρόπους.
Στην πρώτη εντύπωση, η ερώτηση περί της υπάρξεως ζωής μετά θάνατον μοιάζει αντιφατική. Παρουσιάζεται όμως πάντα σαν άκρως επιστημονική / φιλοσοφική, σαν μία αποστασιοποιημένη, αντικειμενική ερώτηση για την ουσία του θανάτου – του μη όντος. Αλλά καθόλου δεν είναι έτσι: η πρώτη εντύπωση είναι και η σωστή. Η ερώτηση είναι ανόητη. Η εξήγηση της ερώτησης αυτής, όπως την έχει διατυπώσει ο Νίτσε, εμένα μου αρκεί. Άραγε δε χρειάζεται να την συζητήσω περαιτέρω, μιας και τίποτα δεν έχω να προσθέσω. Αυτό που όμως θέλω να συζητήσω είναι μία φοβία που διακρίνω μέσα σε τούτη την ερώτηση.
Διαισθάνομαι μία διαφορετική ερώτηση να κρύβεται από πίσω, η οποία – ανθρώπινα, τόσο ανθρώπινα – ρωτάει διστακτικά το εξής απλό: υπάρχει ζωή μετά το θάνατό μου; Αυτή η αντωνυμία είναι που κρυβόταν• κι άπαξ και την ξεφωλιάσουμε, βρίσκουμε ευθύς και την απάντηση στην, νοηματοδοτημένη τώρα, ερώτηση που εξετάζουμε. Ναι, φίλε μου, υπάρχει ζωή μετά το θάνατό σου.
Μα, θα μου πείτε, αυτή η απάντηση είναι προφανής. Αφού λοιπόν είναι έτσι, γιατί να το συζητάμε ακόμα;
Θ’ απαντήσω με μια εικόνα: αντιλαμβάνομαι τον άνθρωπο σαν ένα δέντρο. Μία ιδιαίτερη δομή, με ρίζες βαθιά στο χώμα. Και πώς αλλιώς; Η ζωή μας αντλεί από το χώμα. Εκεί που αποτάσσεται κάθε τι που πεθαίνει και γίνεται τροφή για να ταΐσει έπειτα τη ζωή που πάντα προχωρά. Αναντικατάστατο κομμάτι της ζωής το χώμα – κι όλα όσα σημαίνει, συμμετέχει καίρια στην διαμόρφωση, σύσταση και δύναμη κάθε ανθρώπου. Και η μυθολογία μας μοιάζει να συμφωνεί, μιας και το χώμα, και, ως επέκτασή του, το ζωικό, ήταν πρωταγωνιστικός παράγοντας διαμόρφωσης των πρώτων θεών. Τρανό παράδειγμα ο θεός Διόνυσος με τους τραγόμορφους ακολούθους. Η ίδια η τραγωδία, μιας από τις εξέχουσες τέχνες, γεννήθηκε από εκείνα τα βάθη του χωμάτου, και του διαλόγου με το ενστικτώδες του ζώου. Αλλ’ όχι μόνο.
Επιπλέον, ο άνθρωπος, σα δέντρο, χρειάζεται και τον ουρανό: χρειάζεται φως κι αέρα για να ζήσει. Να μεστώσει, να θρέψει τους καρπούς του, να χορέψει με τους ανέμους, να χαρεί αυτή του τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα γης και ουρανού. Στον ουρανό ο άνθρωπος βλέπει τον ήλιο και το φεγγάρι, τ’ αστέρια και τους αστερισμούς του, τους θεούς του, και ανυψώνει το βλέμμα για να ονειρευτεί. Χωρίς αυτή του την ανάγκη για άνω θεώρηση ο άνθρωπος δεν ξεφεύγει από το επίπεδο του ζώου. Και καταλήγει να κυλιέται στις λάσπες, ασύνειδα κι ανόητα.
Στο τέλος όμως, για να δικαιώσουν την ισορροπία τούτη, έρχονται οι καρποί του δέντρου. Το δέντρο βάζει εκεί όλη του την τέχνη και τη μαεστρία, να δώσει λίγη ομορφιά, χρώμα και γεύση στην ύπαρξή του. Κι αυτό το πετυχαίνει μόνον ως σύνθεση του χωμάτινου με το ουράνιο. Πάνω στην ισορροπία και την αρμονία αυτών των δύο γεννώνται και θρέφουν οι καρποί του δέντρου και της ζωής μας. Οι καρποί της ζωής ενός ανθρώπου δεν είναι παρά οι μοναδικές εκφράσεις της σύστασης και δύναμής του, μορφοποιημένες σε εν δυνάμει νέες ζωές, τα δώρα του στη συνέχεια και τη μνήμη.
Βέβαια, οι καρποί δεν ερμηνεύονται εδώ κυριολεκτικά ως βιολογικά σπέρματα – που για ένα δέντρο σαφώς και είναι. Αλλά εδώ έρχεται να ξεχωρίσει ο άνθρωπος από το δέντρο – ή, αν προτιμάτε, από το καθαρά φυσικό. Οι καρποί μας δεν είναι (μόνο) οι απόγονοι. Είναι η κάθε στιγμή που χαρίσαμε και χαρήκαμε, η κάθε μικρή μας πινελιά στο άγνωστο του κάθε μέρα. Είναι η συμμετοχή μας στη γιορτή εκείνων που πατώντας γερά στο χώμα, στράφηκαν προς τον ουρανό και θαύμασαν. Και χαρούμενοι έριξαν καρπούς στο χώμα για να χαρούν και οι επόμενοι τους προηγούμενους.
Δε ξέρω αν αυτή η εικόνα δίνει μια πιο σαφή απάντηση στην πρωταρχική μας απορία. Σίγουρα όμως θέτει ένα σαφές πλαίσιο αναφοράς: υπάρχει τόση ζωή πριν το θάνατο.