Πρωτοχρονιά
Άλλη μια χρονιά πέρασε.
Άλλη μια θρησκευτική εορτή; Άλλη μια περιστροφή γύρω από τον Ήλιο; Άλλη μία αυθαίρετη, ανθρωποκεντρική θεώρηση του άπειρου χρόνου τοποθετημένου μέσα σε λογικιστικά πλαίσια κατανοητά σε εμάς τους εφήμερους; Όπως θέλετε πείτε το.
Το σημαντικό είναι η αλλαγή.
Εδώ που βρισκόμαστε, στην καρδιά του χειμώνα, ενός μακρύ χειμώνα που κρατά καιρό τώρα, ας στρέψουμε το βλέμμα μας προς το φως. Όχι από εθελοτυφλούσα αισιοδοξία, αλλά από χαρούμενο πείσμα. Ξέρουμε πως μας περιμένουν τόσα ακόμα παραπέρα: χαρές, λύπες, πάθη, λάθη. Κι εμείς θέλουμε να τα ζήσουμε όλα.
Ας ακούσουμε τη φυσική μας τάση για παρέα, για συντροφιά. Να δώσουμε χαρά σε δικούς μας ανθρώπους, να εκτιμήσουμε την συντροφιά των φίλων, να νιώσουμε ευγνωμοσύνη για τον άνθρωπο που έχουμε δίπλα μας, να νιώσουμε αγαλλίαση για όλα αυτά που αξιωθήκαμε να μοιραστούμε. «Μιαν ανάσα είμαι από σένα, μια κι από τον καθένα.»
Ας εμπιστευτούμε το ένστικτό μας. Καλό είναι να σωπαίνουμε κάθε τόσο. Για αυτά που δεν μπορεί κανείς να μιλά, για αυτά καλό είναι να σωπαίνει, γράφει ο Wittgenstein. Και πόσο δίκιο έχει. Καλή και γόνιμη η φιλοδοξία και οι διάφορες επιθυμίες, αλλά την αρμονία, την ‘ενδελέχεια’ δεν τη βρίσκει το μυαλό αλλά το ένστικτο. Και είναι τόσο εξαιρετικά αδογμάτιστο.
Ας μην σταματάμε ποτέ να μαθαίνουμε την αγάπη.
Ας μην σταματήσουμε στιγμή να γελάμε με τους φόβους μας.
Ας ξαναφορέσουμε το καλύτερο χαμόγελό μας, μην αφήσουμε τις λογής μάσκες να το περιορίζουν, κι ας ξανοιχτούμε στις νέες θάλασσες που μας προσμένουν.
Καλή αλλαγή.
Κι ας ορίσει ο καθένας μας το ‘καλή’ καταπώς νομίζει. Αρκεί να το πραγματώνει κάθε στιγμή.
-Καραβοκύρη, πού ξεκίνησες να πας Μέσα στη μυστήρια τούτη νυχτιά Που λίγο φως μονάχα σου χαρίζει Ίσα να σου μερεύει την τόση απελπισιά; -Την στεριά την εβαρέθηκα, δεν με κρατά Τη θάλασσα αγάπησα, μα αυτή δε μ’ αγαπά. Χαλάλι και καμάρι μου τούτο το φευγιό Στη στεριά θα επιστρέψω το σώμα μου νεκρό. -Καραβοκύρη, τέτοια λόγια μην τα λες. Στη στεριά μονάχα οι άνθρωποι στεριώνουν Και το πάθος που σε σπρώχνει στο μυστήριο Θα σβήσει οι μέρες σου σα θα τελειώνουν. -Μα ‘γω δεν ψάχνω κάπου να στεριώσω Θέλω ό,τι σταθερό να το σκοτώσω Αυτό είναι το πάθος μου που με κινεί Ώστε να ‘ναι ως τελευταία η κάθε μου στιγμή. -Καραβοκύρη, άλλο δεν θα προσπαθήσω να σ’ αλλάξω Μοιάζει μάταιο μ’ άνθρωπο τόσο αποφασισμένο Σ’ αφήνω ήσυχο ν’ ανοίξεις τα πανιά σου Ώρα σου καλή, είθε το ταξίδι σου να ‘ναι βλογημένο. - Φίλε σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια Θα τα χρειαστώ τις ώρες που θα μου τρέμουνε τα πόδια Έτσι κι εσύ μαζί μου θα ‘σαι σε τούτο το ταξίδι Εσύ κι εγώ κι όλοι μας, παιδιά σ’ ατέρμονο παιχνίδι. [Πριν το σαλπάρισμα – Ιάσονας Σωφρόνης]