Σκάκι
Ασχολούμαι με το σκάκι εδώ και κοντά έξι χρόνια.
Αναρωτιέμαι τί έχω μάθει μέσα σε αυτά τα χρόνια και μέσα από τις χιλιάδες παρτίδες που έχω παίξει – σίγουρα όχι θεωρία, την οποία δεν έχω μελετήσει ούτε για μια στιγμή, οπότε δεν ξέρω αν προκρίνομαι καν για ερασιτέχνης σκακιστής.
Παρόλ’ αυτά, έχω το θράσος, αν γινότανε με κάποιον τρομερά παράδοξο τρόπο να πούμε πως θα μπορούσε κανείς να λάβει πτυχίο στο σκάκι, με την έννοια του να αποφοιτήσει απ’ αυτό, να προτείνω τα εξής 3 μαθήματα ως μαθήματα κορμού:
Α. Σεβασμός.
Στο σκάκι δεν προβλέπεται, ούτε και νοείται, να σκοτώσεις το βασιλιά. Ιστορικά και κοινωνιολογικά μπορούμε ασφαλώς να ανοίξουμε διάφορες συζητήσεις επ’ αυτού. Εγώ όμως προτιμώ να παραμένω στον εξής απλό συμβολισμό: ο βασιλιάς συμβολίζει τη ζωή του παιχνιδιού, καθώς χωρίς βασιλιά δε δύναται να υπάρξει παρτίδα. Ακόμα περισσότερο, ο βασιλιάς συμβολίζει την ψυχή του παίχτη. Αυτόν παλεύει, πρώτα και κύρια, να διασώσει πάση θυσία κάθε παίχτης.
Επομένως, είναι δείγμα ύψιστου σεβασμού ότι μια παρτίδα τελειώνει όταν ακινητοποιηθεί ο βασιλιάς. Όλα τ’ άλλα πιόνια τα βλέπουμε να πέφτουνε, να καταστρέφονται, να αφανίζονται από τη σκακιέρα. Το βασιλιά ποτέ. Αυτό για μένα είναι δείγμα σεβασμού καθώς όσο βάρβαρη κι αν είναι η μάχη μεταξύ των υπόλοιπων πιονιών, στην ψυχή του αντιπάλου δείχνουν εν τέλει οι παίχτες σεβασμό και δεν την γκρεμίζουν. Μένει εκεί, ακινητοποιημένη, σημαδεμένη, αλλά όχι πεσμένη. Υπάρχει μια ιδιαίτερη καλοσύνη σε αυτήν τη συνθήκη του παιχνιδιού.
Προκύπτουν ποικίλες προεκτάσεις από αυτή τη συνθήκη με την πιο σημαντική να είναι πως και στη ζωή, μόνο έτσι φερόμαστε συνετά προς τον κόσμο αλλά και τον εαυτό μας. Όταν φυλάμε μέσα μας έστω ένα ύστατο δείγμα σεβασμού προς την ψυχή των συμπαιχτών μας σε αυτήν την παρτίδα που λέμε ζωή. Δεν πα να είναι γέρος, νέος, γυναίκα ή άντρας, γνωστικός ή παλαβός, οφείλουμε έναν ελάχιστο σεβασμό στην ψυχή του – και δεν επιτρέπεται να την τσακίζουμε. Με ό,τι συνεπάγεται αυτό.
Κάνοντας ένα ακόμα, νοητικό, βήμα παραπέρα συνειδητοποιούμε εδώ και ένα υπαρξιακό βάθος στην μορφή που έχει η νίκη στο σκάκι. Όπως είπαμε, για να νικήσει ένας παίχτης τον αντίπαλό του πρέπει να καταφέρει να του ακινητοποιήσει το βασιλιά. Να του παγώσει δηλαδή την ψυχή. Γιατί η ψυχή πεθαίνει στην ακινησία. Μόνο όσο είναι εν κινήσει, εν δράσει και ετοιμοπόλεμη παίζεται η παρτίδα. Αλλιώς εγκλωβίζεται ηττημένη και το παιχνίδι τελειώνει.
Β. Ετεροκαθορισμός.
Στο σκάκι, όπως και στη ζωή, όλα εξαρτώνται από την αλληλεπίδραση με τον αντίπαλο – τον απέναντι. Δεν νοείται παρτίδα χωρίς αντίπαλο.
Όταν λέμε αντίπαλο, εννοούμε πραγματικά, και σ’ ένα πιο ουσιαστικό πλαίσιο, έναν συμπαίχτη. Εκεί έγκειται η ουσία της παρτίδας. Απέναντι στο συμπαίχτη παίζει τις κινήσεις του κάθε παίχτης. Δεν παίζει μόνος. Έτσι, καθίσταται κι ο κάθε παίχτης, εκ των πραγμάτων κι εκ του παιχνιδιού, κάθε στιγμή συμπαίχτης στο παιχνίδι που εξελίσσεται.
Εξελίσσεται έτσι κι ο ίδιος. Μαθαίνει, ανακαλύπτει, εφευρίσκει, ακολουθεί διάφορες κινήσεις ώστε να γίνει πιο αποτελεσματικός, αλλά και πιο ευφάνταστος στο στυλ του παιχνιδιού του.
Ένα πράγμα είναι απαραίτητο.- «Να δώσεις στυλ» στο χαρακτήρα σου – μια μεγάλη και σπάνια τέχνη! Ασκείται από εκείνους που επισκοπούν όλες τις δυνάμεις και τις αδυναμίες της φύσης τους κι ύστερα τις ενσωματώνουν σ’ ένα καλλιτεχνικό σχέδιο ώσπου να φανεί η καθεμιά σαν τέχνη και σαν λογικό και να γοητεύουν τα μάτια ακόμη κι οι αδυναμίες. (Φ. Νίτσε, Χαρούμενη Επιστήμη, 290.)
(Αλλοίμονο που θα έλειπε ο Νίτσε από τα μαθήματα κορμού.)
Πρόκειται δηλαδή, κάθε παρτίδα, για ένα νέο χορό ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Δύο ψυχές και δύο στυλ που συγκρούονται σ’ έναν αγώνα παιχνιδιάρικο. Έτσι πρέπει να αντιλαμβάνεται και ο άνθρωπος τον εαυτό του. Πάντοτε και μόνο ως συμπαίχτη ενός παιχνιδιού, με αναρίθμητους αντιπάλους – ζωντανούς, νεκρούς, μελλούμενους. Κάθε κίνηση, είναι μια νέα τροπή αυτού του κοσμικού χορού. Ας κάνει ο καθένας όπως καταλαβαίνει – ή, ας κάνει πως δεν καταλαβαίνει.
Γ. Τυχαίο & αναγκαίο.
Kάθε σκακιστική παρτίδα λαμβάνει χώρα εντός ενός πολύ συγκεκριμένου πλαισίου: της σκακιέρας. Αυτό το πλαίσιο ορίζει τα όρια του παιχνιδιού, και περιλαμβάνει εντός του όλες τις δυνατότητες που κυοφορεί κάθε νέα παρτίδα.
Οι δυνατότητες αυτές, που παίρνουν την μορφή κινήσεων, είναι μια μείξη από τυχαίες και αναγκαίες. Οι τυχαίες κινήσεις επαφίονται στο στυλ του κάθε παίχτη και στο πλάνο που έχει καταστρώσει. Μπορούν να φέρουν την νίκη ή και την ήττα, και ο κάθε παίχτης είναι ελεύθερος να τις κάνει κατά το δοκούν. Από την άλλη, οι αναγκαίες κινήσεις είναι αδιαπραγμάτευτες, καθώς ο παίχτης αναγκάζεται να τις κάνει ώστε να μην χάσει, ειδάλλως θα πρέπει να παραιτηθεί απ’ την παρτίδα. Όταν δηλαδή ο βασιλιάς απειλείται (βρίσκεται σε check (σαχ)), οι δυνατές κινήσεις του παίχτη μειώνονται δραστικά.
Ομοίως και στη ζωή μας. Υπάρχει κάθε φορά ένα πλαίσιο που καθορίζει τις δυνατότητές μας, εντός του οποίου μπορούμε εμείς να πράξουμε τυχαία και κατά το δοκούν, αλλά έρχονται και στιγμές που δεν υπάρχει επιλογή. Ή κάνεις ή πεθαίνεις.
(Αυτά θεωρούνται αυτονόητη γνώση για όσους φοιτητές θέλουν να επιτύχουν σ’ αυτό το μάθημα.)
Στο σκάκι βέβαια είναι αρκετά ξεκάθαρο ποιες κινήσεις είναι τί. Στη ζωή όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο εμφανή.
Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί [Της φύσης της αρέσει να κρύβεται]. (Ηράκλειτος)
Στο κάθε μέρα ορισμένα πράγματα είναι εμφανώς αναγκαία για τον κάθε παίχτη: να φάει, να πιεί, να κοιμηθεί. Αντίστοιχα, υπάρχουν ορισμένες τυχαίες κινήσεις που μπορεί κάθε παίχτης να κάνει με σκοπό να αλλάξει τις ισορροπίες της παρτίδας του: να μετακομίσει, να αλλάξει δουλειά, να αλλάξει διατροφή. Και οι δύο αυτές κατηγορίες εντάσσονται μέσα σ’ εκείνο το πλαίσιο που λέμε καθημερινότητα – κάποιοι κακεντρεχείς μπορεί να το πούνε και συνήθεια.
Το κρύφιο όμως, αυτό που παραπάνω είπαμε στυλ του κάθε παίχτη υπερβαίνει το πλαίσιο της καθημερινότητας, υπερβαίνει τον διαχωρισμό ανάμεσα στο τυχαίο και το αναγκαίο, και φτάνει στο επίπεδο της Ανάγκης.
Παρόλο την περιπλοκότητα της περιγραφής, η ουσία αυτού του μαθήματος μπορεί να συνοψιστεί στην εξής απλή ερώτηση: Ποιες κινήσεις αισθάνεται ο παίχτης ως αναγκαίες γι’ αυτό που λέμε ψυχή – εκεί που σταματά η επιβίωση και αρχίζει η ζωή.
Υποερωτήματα: Πού αρχίζουμε να ανησυχούμε για την ελευθερία κίνησης της ψυχής μας; Πόσο την υπερασπίζουμε; Πώς; Και γιατί; Για να νικήσουμε, ή για να διαιωνίσουμε, έστω για λίγο ακόμα, την παρτίδα; Στο κάτω κάτω, τί είναι νίκη για εμάς;
(Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δεν περιλαμβάνεται στην ύλη του μαθήματος, ωστόσο θα εξετάζεται αδιαλείπτως, μέχρι το τέλος.)
* * *
Εικόνα άρθου: Die Schachspieler (The Chess Players), Frederich August Moritz Retzsch (1830)