Σούνιο
Μια βόλτα στο Σούνιο, τριγυρισμένος από θάλασσα, ουρανό, πέτρα και αγάπη…
Τρία πράγματα μου έκαναν εντύπωση στην πρώτη μου επίσκεψη στο ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο: ένα λογικό, ένα αισθητικό, και ένα μεταφυσικό. Πιάσανε τόπο τα 5€ στην είσοδο.
Α. Λογικό: Στρατηγική
Ο ναός του Ποσειδώνα, όσο έχει απομείνει από αυτόν μέσα από την μάχη με το χρόνο και την αλμύρα, είναι μέρος ενός φρουρίου που υπήρχε σ’ εκείνο το ακρωτήρι. Το φρούριο αυτό λειτουργούσε ως φυλάκιο για την πόλη των Αθηνών. Έτσι, πράγμα που δεν γνώριζα, ο ναός δεν χτίστηκε ως ένας αμιγώς λατρευτικός τόπος, αλλά αποτελεί μέρος μιας μεγαλύτερης δομής.
Η δομή λειτουργούσε ως ναυτική βάση, στρατόπεδο, εμπορικό λιμάνι, και βέβαια ως ναυτικό παρατηρητήριο. Περιείχε ακόμα έναν μικρό οικισμό, για τους στρατιώτες και τους εργαζόμενους του φρουρίου, ενώ είχε και δυνατότητα να κοιμίσει και ανθρώπους που θα αναζητούσαν εκεί καταφύγιο σε περίπτωση εχθροπραξιών στην περιοχή.
Το γεγονός πως σ’ εκείνο το μέρος λειτουργούσε ολόκληρο στρατιωτικό φυλάκιο το οποίο αποτελούσε προπύργιο της πόλης των Αθηνών είναι για μένα εξαιρετικά ενδιαφέρον. Δείχνει πως η έννοια της «πόλης – κράτους» είχε αρκετά πιο διευρυμένη σημασία και δομή, απ’ ότι ίσως υπονοεί η χρήση του προσδιοριστικού «πόλης». Γίνεται έτσι πιο ξεκάθαρο πως η «πόλη – κράτος» περιβαλλόταν από μια πιο σύνθετη στρατιωτική και εμπορική οργάνωση, με αρκετά διευρυμένη γεωγραφία.
Από ιστορική άποψη, μοιάζει προφανές μια πόλη να μην παραμένει εγκλωβισμένη οργανωτικά και στρατιωτικά στα τείχη της, πόσο μάλλον μια πόλη όπως η Αθήνα που στο απόγειο της δύναμής της έμοιαζε περισσότερο με ένα σύγχρονο κράτος, παρά ένα κράτος μέσα σε μία μόνο πόλη.
Τέλος δε, το γεγονός πως από όλη την στρατιωτική δομή και τις αντίστοιχες εγκαταστάσεις που θα υπήρχαν στην περιοχή, το μόνο που μας απέμεινε σε καλή κατάσταση και μορφή είναι ο ναός, ο τόπος λατρείας και πίστης, ίσως έχει να πει και κάτι για το τί μένει τελικά, και τί στ’ αλήθεια κληρονομούμε.
Β. Αισθητικό: Απλότητα
Ακόμα και σήμερα, αρκετό καιρό μετά την επίσκεψή μου στον χώρο, δυσκολεύομαι να βρω άλλη λέξη να χαρακτηρίσω τον ναό. Είναι μια πολυχρησιμοποιημένη έννοια, μα πέρα ως πέρα ταιριαστή για να προσπαθήσει κανείς να εξηγήσει και να καταλάβει το μέρος εκείνο.
Ως οικοδόμημα δεν έχει κάτι το τόσο ξεχωριστό. Δεν αποτελεί αρχιτεκτονική πρωτοτυπία, ή σημείο ενός μετα-αρχαίου (στα πλαίσια του τότε μοντέρνου) στυλ. Ο ναός είναι ολωσδιόλου απλός.
Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε είναι βέβαια το μάρμαρο, το οποίο φυσικά αποτελεί σύνηθες γνώρισμα της αρχαιοελληνικής βιομηχανίας παραγωγής αρχαιολογικών χώρων. Αυτό που είναι ωστόσο μέχρι σήμερα ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο και άξιο θαυμασμού για την χρήση αυτού του πετρώματος την εποχή εκείνη, είναι η πρακτική δυσκολία που έχει η ακριβής σμίλευσή του. Μερακλήδες οι τεχνίτες.
Παρατηρώντας καλύτερα τα μάρμαρα, και με λίγη φαντασία, μπορεί κανείς να δει τον ναό όπως θα ήταν στην εποχή του: κατάλευκος. Ένα χρώμα άρρηκτα συνδεδεμένο με την Ελλάδα και την ελληνικότητα. Από τους λευκοντυμένους τσολιάδες, ως τον αφρό του Αιγαίου, κάποια άδηλη σχέση κρυφοφαίνεται.
Μα το πιο σπουδαίο απ’ όλα είναι πως ο ναός βρίσκεται σε μια ιδιαίτερη αρμονία με τον τόπο. Δεν επιδιώκει απεγνωσμένα και ανόητα την προσοχή σου. Καθώς το βλέμμα σου ταξιδεύει τριγύρω, ο ναός μοιάζει να έχει ενσωματωθεί με μία κάποια ταπεινότητα στην εικόνα του τόπου.
Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, όπως αρκετά ελληνικά ξωκλήσια: χωρίς υπερβολές, χωρίς φλυαρία, χωρίς τίποτα περιττό. Λιτά, απλά, στο μέτρο του ανθρώπου. Αξεχώριστος από το τοπίο, αλλά ταυτόχρονα αυτοτελής. Σαν κάποιος να στοίβαξε εκεί μερικές πέτρες που βρήκε τριγύρω και να τους έδωσε ένα νέο, εντελώς φυσικό, σχήμα. Αυτό που τόσο όμορφα περιγράφει ο Καζαντζάκης στην Αναφορά στον Γκρέκο σε μια περιήγησή του στα ορεινά της Ελλάδας: η πέτρα που πέρασε από πάνω της το πνεύμα και της έδωσε νόημα.
Γ. Μεταφυσικό: Νόημα
Ο ναός, λόγω και του υψώματος που βρίσκεται, ιδωμένος από μιαν απόσταση, μοιάζει να ισορροπεί ανάμεσα στην θάλασσα και τον ουρανό. Μια τελεία ίσως, ή ένα πέρασμα: από τη γη στον ουρανό και πάλι πίσω. Ίσως ακόμα και μια έμμετρη ισορροπία: ακριβώς ανάμεσα στο γήινο ζώο και τον ουράνιο Θεό – σημάδι της προσπάθειας του ανθρώπου να σταθεί στο ύψος του. Ποιος να μας πει με σιγουριά το νόημα;
Από μόνο του το μέρος προκαλεί ένα δέος. Αν κοιτάξεις προς το βουνό αντικρίζεις τον βουνίσιο χαρακτήρα της Αττικής, με την πέτρα, τα βουνά, και λίγες ελιές εδώ κι εκεί. Ένας τόπος κλειστός, όπως τον είπε και ο Σεφέρης – βουνά που έχουνε κορφή τον χαμηλό ουρανό. Αν πάλι κοιτάξεις προς τη θάλασσα αντικρύζεις το απέραντο – και κάπου στο βάθος, ίσως, μπορείς να κλεφτοκοιτάξεις και το αιώνιο. Υπό τον υποχθόνια βόμβο των κυμάτων, που χτυπάνε τα βράχια από κάτω, παλεύοντας να τα κάνουν όλα σκόνη.