Ακρόπολη
Μια βόλτα γύρω απ’ την Ακρόπολη.
Ένας σωρός από πέτρες. Βαλμένες με τρόπο ώστε να δίνουν μια μορφή στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής: πώς; και, γιατί;
Τριγύρω από την Ακρόπολη βλέπεις κι άλλους σωρούς από πέτρες, κομμάτια ενός ψηφιδωτού που στο κέντρο του είχε τον πολίτη – οπλίτη. Η αγορά, το δικαστήριο, η λεωφόρος των Παναθηναίων, η Πνύκα, ο Κεραμεικός. Ένα σωρό ερείπια, μνημεία μιας άλλης εποχής. Όχι καλύτερη, ούτε χειρότερη από τη δική μας. Οπωσδήποτε όμως διαφορετική. Κανείς δεν μας ζητά να γυρίσουμε πίσω, μα κάποιοι ρώτησαν τί μας μένει απ’ αυτή.
Αλήθεια, τί μας μένει; Προσωπικά, η Ακρόπολη, κι έπειτα ολόκληρη η περιοχή τριγύρω από τον Ιερό Βράχο, με γεμίζει με μία νοσταλγία. Υπάρχουν κι άλλοι τόποι που αναδύουν νοσταλγία, αλλά η Ακρόπολη έχει για μένα κάτι το πιο προσωπικό, πιο προσιτό. Βέβαια η νοσταλγία αυτή καθαυτή δεν σημαίνει πολλά, ούτε και είναι ένα συναίσθημα που μπορεί κανείς να εμπιστευτεί. Νοσταλγούμε όχι μια περασμένη κατάσταση, αλλά την εξωραϊσμένη κατάσταση αναπλασμένη με τα μάτια του σήμερα. Προσπαθώντας λοιπόν να ξεδιαλύνω αυτήν την νοσταλγία που νιώθω αντικρύζοντας την Ακρόπολη και περπατώντας στα σοκάκια των Αναφιώτικων τριγύρω από τον Βράχο πριν κάποιες μέρες, κατάφερα να ξεκρίνω ορισμένα πράγματα που ίσως να μας έχουν μείνει από εκείνη την εποχή ως υπόνοιες, ως υποσχέσεις, ίσως και ως υποδείξεις ακόμα.
Το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να πούμε ξανά είναι πως δεν μιλάμε για μία εποχή άγια, για έναν χαμένο Παράδεισο στον οποίο οφείλουμε να επιστρέψουμε. Μια τέτοια βλέψη θα ήταν εντελώς ανούσια, αν όχι ανόητη. Έχοντας ξεκαθαρίσει όμως αυτό, δεν μπορώ και να μην σκέφτομαι κοιτάζοντας τον Παρθενώνα πως το κτίσμα αυτό χτίστηκε σε μία εποχή που υπερτερούσε της δικής μας ως προς αυτό: οι άνθρωποι που τον έχτισαν είχαν μία αίσθηση του μέτρου, παντελώς πιο ανθρώπινη από τη δική μας. Σκαρφαλώνοντας στον ψηλό βράχο, οι άνθρωποι εκείνοι έφτιαξαν ένα σπίτι για την αισθητική και τη μεταφυσική τους πάνω από την πόλη τους. Τις τοποθέτησαν έτσι ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, χρησιμοποιώντας μιαν αρχιτεκτονική αισθητική για όλη την κατασκευή του χώρου που φέρνει στο φως με τρόπο μοναδικό το απλό. Όχι πομπώδες, όχι φτωχό, ούτε βέβαια και απλοϊκό. Ο Παρθενώνας μαρτυρά πως χτίστηκε από ανθρώπους που είχαν ορίσει με τον πλέον σαφή τρόπο την θέση που ήθελαν για τον εαυτό τους μέσα στον κόσμο. Και η θέση αυτή ήταν στο μέτρο του ανθρώπινου. Αργότερα οι άνθρωποι αποφάσισαν πως η θέση μας καλύτερα να είναι στα μέτρα του ανθρώπου, σαρξ εκ σαρκός, κι έτσι βολευτήκαμε.
[Ανθρωποταπότητα – Μήπως κρύβεται μια γερή δόση ματαιοδοξίας και κομπασμού σ’ αυτό το “καθ’ εικόνα κι ομοίωση”; Μήπως κάναμε το Θεό τέλειο για να δικαιολογήσουμε την τέλεια άποψη που έχουμε για τον εαυτό μας; – Ένα καθρέπτισμα υπάρχει σε κάθε Θεό. ]
Αρχιτεκτονική
Από άποψη αρχιτεκτονικής, στην Ακρόπολη επικρατούν οι ευθείες γραμμές. Ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο, τα Προπύλαια, όλα δημιουργήθηκαν τραβώντας ευθείες γραμμές. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που προτιμήθηκε ο Δωρικός ρυθμός στους κίονες (στον σημαντικότερο ναό της σπουδαιότερης πόλης των Ιώνων, για τους λάτρεις της λεπτομέρειας), μην και παρεισφρήσει καμία καμπύλη. Η αισθητική σημασία αυτής της επιλογής βρίσκεται στο εξής: η διαφορά ανάμεσα στην ευθεία και την καμπύλη έγκειται στο ότι η δεύτερη υπονοεί μια τάση, ενώ η πρώτη μια ισορροπία. Μία καμπύλη φέρνει αμέσως στο νου μια πάλη αντίρροπων δυνάμεων που καμπυλώνουν την απλότητα της ευθείας. Αντίθετα, η ευθεία δείχνει πως όλες οι δυνάμεις που ενεργούν βρίσκονται σε ισορροπία. Έτσι, το αισθητικό αποτέλεσμα του Παρθενώνα και του περιβάλλοντα χώρου είναι μία ισορροπία – η ηρεμία της απλότητας.
Αυτό ωστόσο καθόλου δεν σημαίνει πως η αισθητική λογική της Ακρόπολης είναι ‘τετραγωνισμένη’ – κάθε άλλο. Για παράδειγμα, ο Παρθενώνας στην πραγματικότητα μας ξεγελά στο μάτι με τις ευθείες του, καθώς είναι κατ’ ουσίαν πυραμιδωτός, χωρίς όμως να είναι πυραμίδα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αυτό επιτεύχθηκε δίνοντας μιαν ανεπαίσθητη στο μάτι κλίση στους κίονες, η οποία δημιουργεί μια πυραμιδωτή προβολή του κτιρίου:
Ένα επιπλέον στοιχείο, επίσης δυσδιάκριτο με την πρώτη ματιά, που σπάει τον ‘τετραγωνισμό’ της αισθητικής και προσδίδει ισορροπία στην όλη κατασκευή είναι πάλι οι κίονες οι οποίοι είναι ελαφρώς παχύτεροι στη βάση και λεπτότεροι στην κορυφή. Αυτή η τεχνική δημιουργεί μιαν ανεπαίσθητη αίσθηση έντασης στον παρατηρητή, σαν οι κίονες να είναι ζωντανοί και να σηκώνουν ένα μεγάλο βάρος. Ταυτόχρονα όμως θα μπορούσε κανείς να το ερμηνεύσει και ως ελατήριο, με τάση να κάνει ένα άλμα προς τον ουρανό. Το αισθητικό μέτρο του Παρθενώνα βρίσκεται σε αυτές, καθώς και σε πάμπολες άλλες λεπτομέρειες, που δημιουργούν αυτό το εξαίσιο αισθητικό αποτέλεσμα. Για τους μη τεχνικούς, όπως εγώ, η εξήγηση έχει δοθεί και λεκτικά: φιλοκαλοῦμέν τε γάρ μετ’ εὐτελείας καί φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας.
Ιστορία
Όσον αφορά την εποχή που την δημιούργησε, υπάρχουν άλλο τόσο ενδιαφέροντα στοιχεία και σημειολογίες που πλέκουν την ιστορία της Ακρόπολης. Η κατασκευή του Παρθενώνα ξεκίνησε το 448/7 π.Χ., την εποχή μετά την λήξη των Περσικών Πολέμων που βρήκε τους Αθηναίους νικητές και παντοδύναμους – ο Χρυσός Αιώνας του Περικλή. Τα χρήματα για την κατασκευή του Παρθενώνα οι Αθηναίοι τα πήραν από το συμμαχικό ταμείο – το πρώτο καταγεγραμμένο μνημόνιο. Πρώτα μετέφεραν το θησαυροφυλάκιο της Δηλιακής Συμμαχίας (των Αθηνών, ουσιαστικά) από τη Δήλο στην Αθήνα, κι έπειτα από λίγο διάστημα ξεκίνησαν τα έργα για την κατασκευή του Ναού. Διαχρονική πατέντα.
Τα εγκαίνια του Παρθενώνα έγιναν το 438 π.Χ., με την ολοκλήρωση του διάκοσμου να ολοκληρώνεται το 433/2 π.Χ., και τον αμέσως επόμενο χρόνο, το 431 π.Χ., ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος. Έτσι, από ιστορική-σημειολογική πλευρά η ανέγερση του Παρθενώνα ουσιαστικά σήμανε και το τέλος της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Η τεράστια αυτή σύγκρουση ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις της εποχής έληξε το 404 π.Χ. με τους Αθηναίους να συνθηκολογούν ηττημένοι. Η ολοκλήρωση δηλαδή της κατασκευής του Παρθενώνα συμβολίζει την αρχή του τέλους της πολιτικής και πολιτισμικής επικράτησης της Αθήνας. Θα μπορούσαμε λοιπόν να δούμε την Ακρόπολη και ως έναν συμβολικό, λαμπρό τάφο, σημάδι και κύκνειο άσμα μιας εποχής που έχει σημαδέψει ανεξίτηλα την παγκόσμια ιστορία.
Μεταφυσική
Τέλος, η συζήτηση αυτή θα μείνει λειψή αν δεν ακουμπήσει και σε μία ακόμα – ίσως την σημαντικότερη – διάσταση της Ακρόπολης: τη μεταφυσική της. Όπως είπαμε στην αρχή, αν κοιτάξουμε την Ακρόπολη με εντελώς νηφάλιο μάτι, δε θα δούμε τίποτα περισσότερο από ένα σωρό από πέτρες. Όσο όμως αφήνουμε το μάτι και την ψυχή μας να ταξιδέψουν πάνω σ’ αυτές τις πέτρες, και χάσουμε λίγο την νηφαλιότητά μας, θα δούμε να ξεπροβάλλουν ορισμένα νοήματα χαμένα στο χρόνο. Τόσο ο Παρθενώνας όσο και το Ερέχθειο ήταν τόποι λατρείας μυθολογικών θεών. Συγκεκριμένα, ο Παρθενώνας αφιερωμένος στην προστάτιδα της πόλης των Αθηνών, την Παρθένα Αθηνά, και το Ερέχθειο αφιερωμένο στον Ποσειδώνα, και την διαμάχη του με την θεά Αθηνά για την κηδεμονία της πόλης. Ο λόγος που στέκομαι στο μυθολογικό στοιχείο της θρησκείας των αρχαίων Ελλήνων είναι πως τότε απουσίαζε το δόγμα. Η μεταφυσική τους δηλαδή δεν ανάβρυζε ηθικολογίες και ηθικούς κώδικες. Μέσα από την λατρεία της θρησκείας τους, οι αρχαίοι Έλληνες τιμούσαν στην ουσία τη φύση και τον κόσμο γύρω τους, χωρίς να του προσδίδουν ηθική ποιότητα. Ο κόσμος τους δεν ήταν ούτε καλός, ούτε κακός. Ήταν απλώς κόσμος, κόσμημα: ομορφιά και χάρη. Όχι μόνον αυτό, αλλά και οι άνθρωποι της εποχής εκείνης αντιλαμβάνονταν τη φύση ως κάτι το ζωντανό, με το οποίο μάλιστα μπορούσε κανείς να διαδράσει άμεσα, χειροπιαστά. Θεοί, ημίθεοι, ήρωες, τραγωδοί, νύμφες… Ένας κόσμος παλλόμενος και ζωντανός. Μακριά από τη σημερινή αντίληψη που θέλει την φύση να είναι ύλη προς εκμετάλλευση. Αυτό, κατ’ εμέ, μας υπενθυμίζει ως τα σήμερα ο Παρθενώνας. Την αφιέρωση στην ομορφιά και τη χάρη του κόσμου, όπως τις συλλάβανε κάποτε οι ανθρώποι.
Είναι όμως κάτι που στέκει πολύ μακριά μας πια. Οι αρχαίοι λαοί είχαν αναπτύξει μιαν αισθητική-ηθική βλέψη για τα πράγματα βασιζόμενοι σε δικούς τους, προσωπικούς κοσμογονικούς μύθους. Είχαν δηλαδή ορίσει την ταυτότητά τους μέσα από ένα παραμύθι που επανακαθόριζε – για εκείνους – τον κόσμο εξ αρχής. Το ταλέντο αυτό, γιατί περί ταλέντου πρόκειται, δεν το έχουμε πλέον σήμερα. Η φαντασία μας είναι στέρφα, δεν γεννά κανένα κόσμο. Γεννά μόνον ορισμένα σπαράγματα εδώ κι εκεί, αλλά κανέναν οικουμενικό μύθο που να εξηγεί -μορφοποιώντας- τον κόσμο. Άρα και να τον ντύνει με μία ηθική, στο μέτρο του (παν)ανθρώπινου. Το κουρέλι που ντύνουμε εμείς σήμερα τον κόσμο είναι εφήμερο, γιατί στοχεύει στην εκμαίευση του μέγιστου κέρδους από όλη τούτη την ομορφιά και χάρη που μας περιβάλλει. Χάσαμε δηλαδή την αίσθηση του ανήκειν στον κόσμο, και νομίζουμε πως ο κόσμος μας ανήκει.
Μία τελευταία απαραίτητη παρατήρηση περί μυθολογίας. Για να καταλάβουμε καλύτερα τη διαφορά ανάμεσα στην μυθολογία των Ελλήνων, αλλά και άλλων αρχαίων λαών, όπως των Ινδιάνων, των Κινέζων, κ.ά., με τις μετέπειτα θρησκείες μπορούμε να εξετάσουμε το σε τί ήταν απάντηση. Από τη μία, η μυθολογία είναι η απάντηση του ανθρώπου στον τρόμο της απουσίας ελέγχου πάνω στη φύση. Από την άλλη, οι θρησκείες με την μορφή της συστηματοποίησης που έχουν λάβει μοιάζουν ως απάντηση του ανθρώπου απέναντι στον φόβο του θανάτου, ως απόρροια της συνειδητοποίησης/αίσθησης πως είμαστε μόνοι μέσα στον κόσμο. Αν δούμε έτσι τα πράγματα, κατανοούμε πως η μαγεία χάθηκε μόλις ο άνθρωπος ένιωσε απόλυτος κυρίαρχος του κόσμου. Κάπως σαν τα παιδιά, που χάνουν την αθωότητά τους όταν πειστούν πως ο κόσμος είναι απολύτως λογικός, και όλα (πρέπει να) έχουν ένα νόημα. Από ιστορικής πλευράς, η απομάγευση του κόσμου σήμανε την αντικατάσταση των μύθων από την ιστορία: την γραμμική αναπαράσταση του χρόνου. Αντίθετα, οι μύθοι αναπαριστούν τον χρόνο ως μία κυκλική κατάσταση. Μόλις ο άνθρωπος ένιωσε πως είναι το κέντρο του κόσμου, ότι τον έχει πλέον καταλάβει (με τη διττή σημασία της λέξης), αποκόπηκε από αυτόν και μπήκε σε μια ξέφρενη πορεία προς τα εμπρός. Το πού είναι αυτό το εμπρός δεν το ξέρει πραγματικά. Αλλά είμαστε πολύ απασχολημένοι για να ασχοληθούμε με τέτοια ζητήματα. Σκάσε και κολύμπα. Σε κάθε περίπτωση, η κατηγορία του Νίτσε στέκει: ο Θεός πέθανε και τον σκοτώσαμε εμείς. Και μείναμε μόνοι.
Υπάρχει κάτι να κάνουμε; Ή, υπάρχει λόγος να κάνουμε κάτι; Το πρώτο, και το πιο απλό νομίζω, που μπορούμε να κάνουμε αν νιώσουμε τέτοια ανάγκη είναι την επόμενη φορά που θα αντικρίσουμε την Ακρόπολη ας σκεφτούμε για μια στιγμή πως υπήρξε μια εποχή που οι άνθρωποι εξηγούσαν τον κόσμο με μύθους. Πράγμα που σημαίνει πως εκείνοι οι άνθρωποι προσέγγιζαν την φύση ως κάτι ζωντανό, με το οποίο αλληλεπιδρούσαν. Με σεβασμό, κατανόηση κι αλληλεγγύη.
Σήμερα
Για να κλείσουμε τον κύκλο που ανοίξαμε, θα πρέπει να δούμε και την Ακρόπολη στο σήμερα. Ως σημάδι και σημείο αναφοράς. Χωρίς νοσταλγίες και με την αίσθηση της ιστορικότητας. Σήμερα λοιπόν, ας κάνουμε το εξής νοητικό πείραμα: ας φανταστούμε πως αύριο ξυπνάμε και ο Βράχος της Ακρόπολης, σαν από κάποιο βλάσφημο θαύμα, είναι άδειος. Τί θα επιλέγαμε οι σημερινοί Έλληνες να κατασκευάσουμε στο χώρο, αντάξιο κι αντιπροσωπευτικό του ποιοι (φανταζόμαστε πως) είμαστε;…
Επειδή ψυχανεμίζομαι πως οι πιο δημοφιλείς φαντασιώσεις περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, σε εικόνες όπως: 5στερο ξενοδοχείο, καζινό, γραφεία, ή exclusive (and not at all inclusive) bistro σταματάω το νοητικό πείραμα εδώ. Ας μην μαυρίσουμε άλλο τις ψυχές μας.
ΥΓ. Μια τελευταία σκέψη: δυσκολεύομαι να φανταστώ πως θα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής η επιλογή να χτιστεί ένας χριστιανικός ναός. Όχι από έλλειψη θρησκευτικότητας, αλλά από παντελής έλλειψη πίστης. Πίστης πως ο άνθρωπος είναι εκείνη η τραγική ισορροπία ανάμεσα στη λάσπη και τ’ αστέρια.
Ιωνικόν
Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα οι ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των·
και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.
– Κ.Π. Καβάφης.