Άσιμος
Πριν αρκετά χρόνια πια έπεσα πάνω στον Νικόλα Άσιμο. Τραγουδοποιητής παράξενος, με σαγήνευσε αρχικά, λόγω ηλικίας, η προφανής αντίδραση που είχαν ορισμένα τραγούδια του, συνάμα με ορισμένες σκοτεινές εικόνες του, βαθιά ρομαντικές. Έπειτα, στην μετεφηβεία μου, ο Άσιμος έγινε για μένα ο κρυφός εκφραστής της ανέκφραστης επαναστατικότητας και μελαγχολίας που φέρει εκείνη η πικρή απογοήτευση με τα καθώς-κακώς κείμενα της εποχής. Ξανά, μια σχέση κάπως αβάσιμη και επιφανειακή – καθώς επίκαιρη.
Τα τελευταία χρόνια ξανάκουσα ορισμένους στίχους του και μυρίστηκα ένα βαθύτερο πόνημα που πάλεψε να εκφράσει. Καταθέτω εδώ ορισμένες παρατηρήσεις οσφρητικές, εντοπισμένες στο τραγούδι του Venceremos:
Με δίχως σημαίες και δίχως ιδέες
δίχως καβάντζα καμιά
ντύθηκε η μέρα τα γούστα της νύχτας
και η ψυχή μου πηδά
στου απέραντου τη ψύχρα
Εδώ νιώθω τον Άσιμο να χαρτογραφεί ξεκάθαρα την ουσία της επανάστασης, χωρίς περιφράσεις και ωραιοποιήσεις. Κανένα δόγμα, καμία ιδεολογία, μας λέει, δεν φτάνει να μας καλύψει (τον κώλο)• το μόνο που χωρά έναν βαθιά ανθρώπινο επαναστάτη είναι το όλον, και τίποτα λιγότερο. Η ιδεολογία έχει σαφές σύνορο που την ορίζει – η επανάσταση δεν έχει σύνορα. Τα περιλαμβάνει όλα. Έτσι και ο αληθινός επαναστάτης, δεν πρέπει να γνωρίζει από σύνορα. Σύνορό του είναι μόνο το κουράγιο του. Ακούγεται από μόνο του τρομακτικό, και η λέξη «ψύχρα» στο τέλος του στίχου έρχεται να επισφραγίσει εμφατικά τον πόνο, και σαφώς και τη μοναξιά, που ενέχει η επαναστατικότητα. Καμία καβάντζα, όλα για όλα, μέσα σ’ έναν απέραντο χειμώνα που παλεύει τα κουράγια των ανθρώπων.
Θες ν’ αγγίξεις την αλήθεια
για βγες απ’ έξω απ’ τη συνήθεια
Πιο σαφής δεν θα μπορούσε να γίνει.
σύρε κι έλα να με λούσεις
κι ας είμαι της καθαρευούσης
να σ’ αγαπήσω να μ’ αγαπήσεις
έστω για λίγο για τοσοδούλι
Η σπίθα μέσα στον απέραντο χειμώνα: μια στάλα αγάπης και αλληλεγγύης. Έστω για λίγο: όσο μπορείς, μας το ‘πε ο Καβάφης. Το νόημα παραμένει εκεί. Το τοσοδούλι μπορεί να έχει αστρική δύναμη, όπως μας απέδειξε η πυρηνική φυσική. Αυτός ο κόσμος, ο μικρός ο μέγας, το είπε ο Ελύτης. Πραγματώνοντας στον μικρό μας περίγυρο την αγάπη, μέσω της αλληλεγγύης και της μοιρασιάς, ψυχή τε και σώματι, ρίχνουμε τον σπόρο του αυριανού μεγάκοσμου. Με αγάπη, φροντίδα, και ανεμελιά.
Δρεπανηφόρα άρματα περνάν
στις τσιμεντουπόλεις του θανάτου το συμβάν
ασυγκίνητο σ’ αφήνει
Η στροφή κλείνει με αντίθεση. Επίκαιρο όταν γράφτηκε, τρομακτικά αληθινό σήμερα.
Τα δρεπανηφόρα άρματα που περνάν μέσα από τις τσιμεντουπόλεις είναι θανατερή εικόνα. Γιατί αυτό που σφάζουν αυτά τα δρεπανηφόρα άρματα στις κακοφορμισμένες και χαώδης πολιτείες των ανθρώπων είναι ανθρώπινες ψυχές. Ανθρώπων εξαθλιωμένων, στοιβαγμένων ως για σφαγή, απαλλοτριωμένων από τις βασικές και πραγματικές ανάγκες τους. Που κυνηγούν σκιές για να πιαστούν από κάπου να μην σβήσουν. Φοβισμένων και φοβικών απέναντι σε κάθε σπίθα φωτός που μπορεί ίσως να φωτίσει τις σκιές τους και να τις εξαφανίσει. Αλίμονο!
Αν αυτή η εικόνα σε συγκινεί βαθιά, τότε ο Άσιμος έγραψε και για σένα το τραγούδι αυτό. Αν πάλι σε αφήνει ασυγκίνητο, τότε δεν θ’ ακούσεις ποτέ πραγματικά τούτο το τραγούδι. Χαλάλι!
Σου ξαναδίνω το είναι μου τώρα
θωρακισμένε καιρέ
με μια σκληρή παγερή τρυφεράδα
σε πλησιάζω, μωρέ
μ’ αυταπάτες πια δεν έχω
Η μεγάλη θυσία. Τραγική και μεγαλειώδης, ανθρώπινη. Θυσιάζοντας το είναι του ο ποιητής δίνεται στον ακράτητο κι αδιάβλητο καιρό. Σκληρή, παγερή διαδικασία ως στάση ζωής. Μα τόσο τρυφερή καταβάθος. Τόσο όσο να κρατάει το κεράκι αναμμένο να διακρίνουν οι επόμενοι. Μπαίνει στον αγώνα με περηφάνια και καθάριο βλέμμα. Καθαρισμένος κι εξαγνισμένος από κάθε τί περιττό.
Εδώ το ρήμα «δίνω» είναι που ξεκαθαρίζει και την ενεργητική, συνειδητή στάση του ποιητή. Ο καιρός δεν του «παίρνει το είναι»• εκείνος του το δίνει – πώς λέμε «μου φαγες τη ζωή!»; Το ακριβώς αντίθετο. Η θυσία του ποιητή γίνεται γνωρίζοντας πως ό,τι μάζεψε στο ταξίδι του θα το κουβαλήσει μεν, θα το επιστρέψει δε μιας και δεν ήταν ποτέ δικό του. Ίσως να είναι αυτή η μεγαλύτερη αυταπάτη που γκρέμισε ο ποιητής: πως ποτέ τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν ήταν δικό του – ήταν όμως γι’ αυτόν. Για να γεννηθεί πάνω σε αυτήν την λασπωμένη σφαίρα που ταξιδεύει μέσα στο απύθμενο χάος λίγη ποίηση, να δικαιώσει όλο το ταξίδι. Μόλις το νιώσει αυτό ο ποιητής, μόλις σταθεί όρθιος, κατά το πλάγιασμα της βροχής, μέσα στον χειμώνα και αποφασίσει δώσει όλο του το είναι στον Καιρό, φέρνει με τη θυσία του μιαν Άνοιξη.
Σκληρός, ταλαιπωρημένος, μα πρώτ’ απ’ όλα τρυφερός, σαν παιδί.
Αυτός νομίζω ήταν ο Άσιμος.