Βάση
Τα βράδια μου αρέσει να κοιμάμαι χωρίς κάλτσες. Και το καλοκαίρι τρελαίνομαι να περπατάω ξυπόλητος. Μου αρέσει ενστικτωδώς αυτή η αίσθηση που έχουν τα πόδια όταν είναι γυμνά• είναι μια διαφορετική αίσθηση αφής. Επιλέγω – από έπαρση – να μην δεχτώ πως χρωστάω αυτή μου την ευχαρίστηση στους προγόνους μου τους πιθήκους, μα είναι προφανές πως κοροϊδεύω τον εαυτό μου.
Όταν συνειδητοποίησα αυτή μου την κρυφή απόλαυση, και προσπάθησα να την εξηγήσω σκέφτηκα πως τα πόδια, τόσο σχηματικά όσο και πρακτικά, αποτελούν μια βάση. Επομένως, σκέφτομαι πως αυτή μου η ενστικτώδης ευχαρίστηση, της ξυπολυσιάς, μου δείχνει πως μία βάση πρέπει να έχει μια πολύ καλή αίσθηση κι επαφή με τον τόπο πάνω στον οποίο στέκει και πατά, είτε το πεδίο αυτό είναι κυριολεκτικό, δηλαδή το έδαφος πάνω στο οποίο εδράζει μια βάση που στηρίζει κάτι, είτε το πεδίο αυτό είναι ένα θεωρητικό πεδίο, δηλαδή ένα πεδίο νόησης και γνώσης. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, η βάση οφείλει εξ ανάγκης να είναι στέρεη και γερή, για να μπορέσει να προσφέρει αφενός σταθερότητα κι αντοχή, αφετέρου μια συνέπεια μέσα στο χρόνο.
Σε πρώτη ανάλυση, αυτή η σταθερότητα κι αντοχή στον τομέα της μηχανικής, της ορθολογικής δηλαδή πρακτικής, μας γίνεται εύκολα αντιληπτή και αυτονόητη. Δεν χτίζουμε παλάτια στην άμμο. Με μια δεύτερη ανάλυση όμως, στον τομέα της θεωρίας και της σκέψης, αντιλαμβάνομαι πως η σταθερότητα λογίζεται στις μέρες μας ως κάτι το ανόητα, και με μια δόση θράσους, αδιάφορο και καταπιεστικό – οδηγώντας μας σε έναν αδιέξοδο ριζοσπαστισμό. Πολλές από τις θεωρίες μας πάσχουν από την έλλειψη μιας στέρεης βάσης πάνω στην οποία θα μπορούσε να οικοδομηθεί με συνέπεια ένα πλαίσιο σκέψης. Γιατί η σταθερότητα είναι κάτι το εξίσου απαραίτητο και στην θεωρητική μας ενατένιση του κόσμου, καθώς αυτή είναι το συμπληρωματικό της πρακτικής. Αν θέλουμε σταθερότητα στην πράξη, τότε πρέπει να την τηρούμε με συνέπεια και στην θεώρησή μας. Υπάρχει εδώ μια αναπόσπαστη συμπληρωματικότητα. Θυμίζει αυτό που λέμε στην καθομιλουμένη «το λέει η ψυχή του αλλά δεν τον παν τα πόδια του». Καλές οι ιδέες, αλλά ακόμα καλύτερο να πραγματώνονται κάπου κάπου.
Ένα λαμπρό παράδειγμα στέρεης σκέψης είναι η επιστήμη. Ετυμολογικά, η λέξη «επιστήμη» υπονοεί την ύπαρξη των ποδαριών και της βάσης αφού αναλύεται ως «επί» – «ίσταμαι», δηλαδή «στέκομαι πάνω». Έτσι η έννοια της βάσης είναι απαραίτητο συστατικό της επιστήμης, της οποίας η συνέπεια, το στοιχείο δηλαδή της αντοχής μέσα στο χρόνο, εξαρτάται απόλυτα από την σταθερότητα της στήριξής της – τις στέρεες βάσεις. Αν δεν εκκινά από τη μόνη σταθερά, τη φύση, δεν δύναται ν’ αντέξει – διότι γίνεται αφύσικη. Η επιστήμη λοιπόν στερεώνει οπωσδήποτε τα πόδια της γερά στο χώμα, με την έννοια πως βασίζεται σε παρατηρήσεις και ορθολογικούς συλλογισμούς που ακολουθούν μια απλή αιτιατική σχέση με συνέπεια. Για να γίνουμε ακόμα λίγο πιο ακαδημαϊκοί, παραθέτω εδώ τις παρατηρήσεις του Karl Popper σχετικά με την διαψευσιμότητα:
Ο Πόππερ περιέγραψε τη διαψευσιμότητα χρησιμοποιώντας τις παρακάτω παρατηρήσεις, παρμένες (σε παράφραση) από μια εργασία του 1963:
- Είναι εύκολο να επιβεβαιώσουμε ή να διαπιστώσουμε την ισχύ σχεδόν κάθε θεωρίας – αν η επιβεβαίωση είναι αυτό που επιδιώκουμε.
- Οι επιβεβαιώσεις είναι σημαντικές μόνο αν είναι αποτέλεσμα παρακινδυνευμένων προβλέψεων. Δηλαδή αν, χωρίς τη φώτιση της θεωρίας, περιμέναμε ένα γεγονός που ήταν ασύμβατο με τη θεωρία, ένα γεγονός που θα αντέκρουε τη θεωρία.
- Οι καλές επιστημονικές θεωρίες συμπεριλαμβάνουν απαγορεύσεις που δεν επιτρέπουν σε συγκεκριμένα γεγονότα να εκδηλωθούν. Όσο πιο πολύ απαγορεύει μια θεωρία, τόσο πιο καλή είναι.
- Μια θεωρία που δεν αντικρούεται από οποιοδήποτε νοητό γεγονός είναι μη επιστημονική. Το αναντίρρητο δεν είναι αρετή μιας θεωρίας.
- Κάθε γνήσιος έλεγχος μιας θεωρίας είναι μια προσπάθεια να τη διαψεύσουμε ή να την αντικρούσουμε. Οι θεωρίες που παίρνουν μεγαλύτερα ρίσκα είναι πιο επιδεκτικές στον έλεγχο, πιο πολύ εκτεθειμένες στη διάψευση.
- Τα τεκμήρια επιβεβαίωσης μιας θεωρίας είναι αξιόλογα μόνο όταν έχουν προκύψει από έναν γνήσιο έλεγχο της θεωρίας. Γνήσιος σε αυτή την περίπτωση σημαίνει ότι είναι αποτέλεσμα μιας σοβαρής μα αποτυχημένης προσπάθειας να διαψευσθεί η θεωρία.
- Μερικές γνήσια ελέγξιμες θεωρίες, όταν αποδειχτούν εσφαλμένες, υποστηρίζονται ακόμα απ’ τους ακολουθητές τους – για παράδειγμα με την εισαγωγή μιας ad hoc εναλλακτικής υπόθεσης ή με την επανερμηνεία της θεωρίας, με τρόπο τέτοιο ώστε να διαφύγει τη διάψευση. Μια τέτοια διαδικασία είναι πάντοτε δυνατή, αλλά διασώζει τη θεωρία απ’ τη διάψευση με το τίμημα της καταστροφής, ή έστω της μείωσης, της επιστημονικότητάς της.
Αυτές οι παρατηρήσεις είναι μέρος των επιχειρημάτων του Πόππερ για την υπεράσπιση της άποψης ότι αυτό που κάνει μια θεωρία επιστημονική είναι η διαψευσιμότητα ή ελεγξιμότητά της. (πηγή)
Την ίδια συνέπεια οφείλει να αποζητά και να οικοδομεί και κάθε τέχνη που προσδοκά να σταθεί στο χρόνο και να γεννήσει νέες ερμηνείες του κόσμου. Όπερ έδει δείξαι, υπάρχουν πάμπολλα ρεύματα της τέχνης που, όσο σπουδαία έργα κι αν μας έδωσαν, δεν κατάφεραν ποτέ να θέσουν αρκετά στέρεες βάσεις για μια νέα ερμηνεία του κόσμου, συνεπής και ολοκληρωμένη. Η πλειοψηφία των ρευμάτων παρέμεινε στο επίπεδο του γούστου, της αντίδρασης και του πειραματισμού. Αναμφίβολα χρήσιμο κι αυτό – έχουν κι αυτές οι απόπειρες τη θέση τους στην ιστορία, και είναι πεδίο γνώσης για ό,τι ακολούθησε μετέπειτα. Αλλ’ όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσουμε και τούτο: όσο όμορφα έργα κι αν μας έδωσε ας πούμε για παράδειγμα ο υπερρεαλισμός, κανείς δεν μπορεί να ζήσει υπερρεαλιστικά. Η συνέπεια δεν είναι δυνατή, επομένως ούτε και η σταθερότητα στο χρόνο – ό,τι δεν είναι συνεπές, θα το γκρεμίσει ο χρόνος. Αντίθετα, τα δύο μεγάλα ρεύματα που έχουν επικρατήσει μέσα στην ιστορία της τέχνης, ο κλασικισμός και ο ρομαντισμός, το έχουν καταφέρει ακριβώς λόγω της άκρας συνέπειάς τους, παραμένοντας ζωντανά κι ενεργά, καθώς προσφέρουν μια ολοκληρωμένη βάση: συνενώνουν θεωρία και πράξη.
Μα έτρεξα μακριά… Κι επιστρέφω στη σοφία των γυμνών ποδιών μου που κάνει ακόμα ένα βήμα παραπέρα, και με μπάζει στα χωράφια της ψυχολογίας – είναι πολυσπούδαστη αυτή μου η γυμνο-παιδεία. Η ψυχολογική στήριξη που παίρνω από τα πόδια μου χτίζεται μόλις σκεφτώ την φράση «στέκομαι στα πόδια μου». Πώς λοιπόν να σταθώ στα πόδια μου, αναρωτιέμαι, και τί αλήθεια σημαίνει αυτό; Η εμπειρία από τα πόδια μου απαντάει περίπου ως εξής: Για να απολαύσεις την επαφή με τον κόσμο πρέπει να ξεγυμνωθείς. Έτσι με συμβουλεύουν τα πόδια μου να κάνω με τον εαυτό μου. Για να νιώσω τον κόσμο, το τί γίνεται, οφείλω να ξεγυμνώσω τον εαυτό μου από περιττά παπούτσια, κάλτσες, παντόφλες, αυταπάτες και συμβιβασμούς. «Με δίχως ιδέες, δίχως σημαίες, δίχως καβάντζα καμιά, πήρα τον δρόμο να φύγω, μα ήρθα, τίποτα δεν μ’ ακουμπά, στον παράξενό μου χρόνο» τραγουδά ο Άσιμος. Βυθιζόμενος στον κόσμο όσο περισσότερο, κατά δύναμη, γυμνός, βυθίζοντας πόδια και εαυτό στην ροή του χρόνου-κόσμου, γερά και μ’ εμπιστοσύνη, ξεκινάς ένα υπέροχο ταξίδι. Η σκέψη αυτή μου φέρνει αμέσως στο μυαλό περασμένες στιγμές που περπάτησα στην άκρη της θάλασσας, με το κύμα να έρχεται και να φεύγει, αντικρίζοντας ένα απέραντο πέλαγος. Όλα αυτά πλέκονται στη φαντασία μου σε μια εικόνα ταξιδιού• ενός ταξιδιού που έχει τόσα δώρα να προσφέρει απλόχερα: την απόλαυση με την άφοβη επαφή με τον κόσμο, τη μαγεία της γνώσης με την εμβάθυνση της σχέσης έχοντας αποτάξει μάσκες και καλύμματα, την περηφάνια με την αξιοπρέπεια της συνέπειας στεκόμενος στα δυο μου πόδια, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό… Ίσως τελικά η φαντασία μου να πηγαίνει εκεί που δεν με παν’ τα πόδια μου.
Κλείνοντας τον κύκλο αυτής της ατίθασης σκέψης, επιστρέφω πάλι στη βαθύτερη πηγή της, το σημείο εκκίνησης αυτού του εξορθολογισμού της ύπαρξής μου που ξεκίνησε από τα πόδια μου: το ένστικτο. Και κόντρα, αλλά με την έννοια του αντιθετικά συμπληρωματικού, προς τον ορθολογισμό μου το ακούω και το αφήνω να μου υποδείξει τα βήματα που θα πρέπει να ακολουθήσουν τα πόδια μου ώστε να μη μείνουν για πάντα κολλημένα στη θέση τους και μαραζώσουν. Αν δεν πάμε και λίγο παραπέρα, τί τα θέλω τα πόδια, την πρακτική και τη ζωή μου.