Φωτογραφίες
Κοιτώντας παλιές φωτογραφίες…
Φωτογραφίες δεν απαθανατίζουν μόνο οι φακοί και τα κινητά τηλέφωνα. Φωτογραφία είναι κάθε απεικόνιση. Οι πρώτες ζωγραφιές στα τοιχώματα των σπηλαίων, οι απεικονίσεις στους αμφορείς και τους τοίχους, μέχρι τους διάφορους μοναδικούς πίνακες που φιλοτέχνησαν καλλιτέχνες ανά τους αιώνες, και πάει λέγοντας, η γραφή του φωτός.
Χρησιμοποιώντας έτσι πιο γενικευμένα τον όρο ‘φωτογραφία’ μπορούμε να πούμε πως η μοναδική λειτουργία που επιτυγχάνουν, που ενδεχομένως να τυγχάνει να είναι και η ανάγκη που τις γεννά, είναι η απαθανάτιση μιας στιγμής. Μια απόπειρα να διασωθεί κάτι απ’ το ρέμα του χρόνου που όλα τα εξαϋλώνει. Κι αυτό πράγματι επιτυγχάνουν, με διάφορους βαθμούς ουσιαστικότητας: ν’ απαθανατίσουν την ύλη και το χώρο, κόντρα στο χρόνο. Γιατί, αναμφίβολα, καμία φωτογραφία δεν μπορεί να απαθανατίσει το χρόνο. Την ίδια στιγμή που πέφτει η αστραπή εκείνη, είτε μιλάμε για το φλας, την τελευταία πινελιά, ή εκείνη τη βαθύτερη που μας είπε ο Ποιητής, η στιγμή έχει ήδη περάσει.
Οι φωτογραφίες είναι τα απομεινάρια του γίγνεσθαι. Και μας προσφέρουν μια άπειρη δυνατότητα ερμηνειών και νοημάτων. Αυτή η απειρότητα γίνεται δυνατή ακριβώς λόγω του ότι ο χρόνος δε δύναται να εγκλωβιστεί, κι όλο κυλά, μεταβάλλοντας διαρκώς τη μνήμη μας – ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο αλληλεπιδρούν.
Ο Ζαν Πιαζέ (Jean Piaget) εξήγησε πως η μνήμη, ακόμα κι όταν αντιδρά σε κάτι απτό και τρόπον τινά σταθερό, όπως μια φωτογραφία, ενεργοποιεί μια διαδικασία επανοικοδόμησης. Η ανάμνηση δηλαδή, παρά τα φαινόμενα, δεν είναι μια διαδικασία επαναφοράς στη μνήμη μιας πρότερης στιγμής, αλλά μια οικοδόμηση της εντύπωσης που έχουμε, τη δεδομένη στιγμή, μιας άλλης από την τωρινή στιγμή. Η μνήμη δεν είναι ένα κλειστό συρτάρι που φυλά περασμένες στιγμές. Είναι μία άκρως ζωντανή διεργασία διαρκούς επανανοηματοδότησης μιας πορείας με άγνωστο προορισμό, κι όχι μία νεκρή καταγραφή πεπερασμένων γεγονότων. Όσο τείνει να γίνει το δεύτερο, είναι καταδικασμένη να σβήσει. Ό,τι δε βιώνεται, δε ζει.
Στην ελληνική, η λέξη ενθύμηση σήμαινε πρωταρχικά σκέψη, λογισμός. Ή και εκτίμηση. Σήμερα χρησιμοποιείται κατά βάση για να ορίσει τη διαδικασία της επαναφοράς στη μνήμη, με την εσφαλμένη έννοια που αναφέραμε παραπάνω. Για τους αρχαίους Έλληνες η μνήμη ήταν κομβικής σημασίας και αξίας έννοια. Στη μυθολογία τους λατρευόταν ως θεότητα, μητέρα μάλιστα των 9 Μουσών, με σύντροφο το συνήθη ύποπτο Δία. Στον Άδη υπήρχε κι ο ποταμός της Μνήμης, ή Μνημοσύνης, παράλληλος με τον ποταμό της Λήθης. Κατά τον Πλάτωνα, οι νεκροί καλούνταν να επιλέξουν από ποιου ποταμού νερά θα πιούν.
Με μίαν απλή επαγωγή, βλέπουμε πως και οι ζωντανοί με τη σειρά τους καλούνται διαρκώς να κάνουν μία αντίστοιχη επιλογή. Να επιλέξουν τί θυμούνται, και τί ξεχνούν – να σώσουν ό,τι εκτιμούν πως αξίζει να σωθεί, ή ν’ αφήσουν τα πράγματα να περάσουν. Ουσιαστικές, λειτουργικές φωτογραφίες είν’ εκείνες που οι άνθρωποι αφήνουν σα σπόρο, σαν αφορμές για μία ανοικοδόμηση περασμένων στιγμών ώστε να συγχωρούνται και να βιώνονται, αναστημένες στο παρόν. Όχι βέβαια ακέραια και ολοκληρωμένα – μα, λόγω της επίδρασης του χρονικού διανύσματος που μας χωρίζει απ’ αυτές, πάντα μερικώς.
Το τί μπορεί να σημαίνει κάθε τέτοια ανοικοδόμηση στο εδώ και τώρα σε κάθε παρόν μας, είναι μία άλλη, μεγάλη συζήτηση.
“Οι ρίζες είναι για να βγάζουμε κλαδιά και όχι για να επιστρέφουμε σ’ αυτές.” – Κ. Γώγου, Τρία κλικ αριστερά