Πρόοδος
(Esao Andrews, Monsoon)
Ακούγεται πολύ η πρόοδος. Από διάφορες πλευρές. Αυτό που όμως συνήθως αποσιωπάται είναι η κατεύθυνση της προόδου. Τόσο, που έχουμε φτάσει στο σημείο η πρόοδος να είναι κάτι το αυταπόδεικτο.
Αλλά γιατί να μη τη σκεφτούμε λίγο; Χαμένοι δε θα βγούμε.
Η καθαυτή πρόοδος είναι μία έννοια νεφελώδης και πλάνα. Και δε δύναται να οριστεί δίχως την πρόθεση που την οδηγεί. Αλλιώς είναι ύποπτη.
Έχει ενδιαφέρον πως η λέξη ‘πρόοδος’ είναι ξενικό δάνειο, από τα γαλλικά (progrès), και βέβαια δεν έχει ιδιαίτερο νόημα στα ελληνικά. Τί είναι πριν το δρόμο; Άλλος δρόμος; Ακινησία; Προηγούμενη προ οδός; Δεν καταλαβαίνω. Από την ίδια έλλειψη στέρεου νοήματος πάσχει και το άλλο διαδεδομένο συνώνυμό της: η ανάπτυξη. Άλλο γαλλικό δάνειο που δεν καταλαβαίνω τί εννοεί. Μιας και το ‘πτύσσω’ ορίζεται ως μάζεμα, δίπλωμα (οι πτυχές), τί πράξη είναι το ‘ξανα-μάζεμα’; Ανόητη.
(Θα μπορούσαμε να εξετάσουμε και το πώς η πρόοδος γίνεται μέθοδος. Άλλη ώρα• παρέα με τον Gadamer.)
Ας δεχτούμε τώρα για μια στιγμή τη σημασία που έχουν αυτές οι έννοιες σήμερα, δηλαδή πως πρόοδος/ανάπτυξη είναι μια αλλαγή προς κάτι καλύτερο. Ωχ ωχ ωχ… Εδώ κι αν στεκόμαστε μπρος σε δύσβατα μονοπάτια. Καλύτερο από τί; Καλύτερο ως προς τί; Και για ποιόν;
Η απλοϊκή απάντηση που υπονοείται γενικώς είναι πως το καλύτερο προς το οποίο σκοπεύει η πρόοδος είναι το διαφορετικό από το υπάρχον. Άρα είναι μία αλλαγή, ναι. Αλλά το καλύτερο ποιος μας το όρισε; Το συμφωνήσαμε; Αν όχι, τότε για ποιανού το καλό μιλάμε; – μην πιστεύετε στην πρόοδο για την πρόοδο, αυτή τη ξεδιάντροπη αυτοαναφορικότητα.
Οφείλουμε να είμαστε καχύποπτοι μπρος σε κάθε πρόοδο που δεν ορίζει ξεκάθαρα την πρόθεσή της. Γιατί – και θα χρησιμοποιήσω εδώ ένα αυτοσχέδιο παράδειγμα του ποδαριού – αν έχεις ένα αερόστατο κι απλά φουσκώνεις το μπαλόνι του ασταμάτητα τότε αυτό θα σκάσει. Διαφορετικά, ή δε θα το φουσκώσεις καθόλου και θα κάθεσαι στ’ αυγά σου περιμένοντας να δοθεί ένα κάποιο τέλος σ’ αυτή την αναμονή, ή, ακόμα πιο διαφορετικά, θα συμφωνήσουμε πως το μπαλόνι το θέλουμε για να μπορέσουμε να ταξιδέψουμε και να γνωρίσουμε τον κόσμο και τότε αλλάζει θεμελιακά όλη η διαδικασία του φουσκώματος. Τότε απαιτείται και να δίνεις αέρα να φουσκώσει, αλλά και να του αφαιρείς, να το στρέφεις, να το κατευθύνεις. Με προσεκτικές, μελετημένες, κι γιατί όχι κι ορισμένες αυτοσχεδιαστικές, κινήσεις κάνεις διαχείριση του μπαλονιού σου. Ειδάλλως θα ανεβαίνεις κάθετα μέχρι να σκάσει το μπαλόνι ή θα ξεπεράσεις τα φυσικά σου όρια και θα ψοφολογήσεις – ««Σαν το σκυλί!» είπε• ήταν σαν να εννοούσε την ντροπή που εξακολουθούσε να ζει μετά απ’ αυτόν.» (Κάφκα, Η Δίκη). Και τα δύο ενδεχόμενα αστεία μα και θλιβερά, όπως και η αναπόφευκτη πτώση σου. Κρίμα που τώρα έχουν πια ονόματα όλες οι θάλασσες του κόσμου, δε έχει μείνει κάνα πέλαγος αβάπτιστο, διαθέσιμο να πάρει τ’ όνομα του νέου Ίκαρου.
[...] Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης· ακριβέ μου Ελπήνωρ! Ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ! Ή, δεν τους βλέπεις; —«Βοηθήστε μας!»— [...]
Οπότε, το θέμα της κατεύθυνσης χωράει ακόμη πολύ συζήτηση και δεν είναι της παρούσης.
Μας μένει ακόμα η παράμετρος της αλλαγής. Πάλι όμως μένουμε αβέβαιοι και μετέωροι. Να το πούμε απλά και σταράτα: Αν αύριο πρωί ζώσουμε δυναμίτη τον Υμηττό και τον κάνουμε γαρμπίλι, αυτό θα είναι βέβαια μία αλλαγή. Θα είναι κάτι το αναμφίβολα διαφορετικό από το παρόν. Το προ της οδού θα είναι ένα βουνό, και το μετά θα είναι ένα όχι-βουνό. Κάτι το διαφορετικό αναμφίβολα!
Όταν φτάνεις την έννοια της αλλαγής στ’ άκρα της, ζορίζεσαι. Όχι για το αν πρέπει γενικά να υπάρχει αλλαγή. Σ’ αυτό δε σου πέφτει λόγος άνθρωπε. Η αλλαγή είναι ο σταθερός νόμος, η Ανάγκα. Αυτό που μας απασχολεί είναι κατά πόσο μπορούμε να επιβιώσουμε την αλλαγή.
Και πράγματι, όλη αυτή η διαρκής συζήτηση για πρόοδο/ανάπτυξη αυτό αφορά ασύνειδα. Ξέρουμε πως αν δεν αλλάξουμε θα βουλιάξουμε. Μα είμαστε ζώα της συνήθειας. Φοβόμαστε και ν’ αλλάξουμε. Θέλουμε να επιβιώσουμε έτσι ακριβώς όπως είμαστε. Και γι’ αυτό προσπαθούμε ν’ αλλάξουμε τον Κόσμο, ν’ αλλάξουμε τα πάντα, για να επιβιώσουμε εμείς.
«Σαν το σκυλί!» Παλεύουμε αδιάκοπα να επιβιώσουμε. Και ξεχνάμε να ζήσουμε.
Πώς καταντήσαμε δυσπρόσδεκτοι μέσα στο ίδιο μας το σπίτι;